ΠΕΡΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ, ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ & ΕΠΕΜΒΑΣΕΩΝ

Ο “ιός” ξεκίνησε από τη Γαλλία : μεγάλος αριθμός απόστρατων αξιωματικών έστειλε ανοιχτή επιστολή στον Εμανουέλ Μακρόν ελεεινολογώντας την πολιτική του για το μεταναστευτικό. Επακολούθησε, μέρες μετά, ανοιχτή επιστολή αξιωματικών εν ενεργεία, ανώνυμων και καταδικασμένων γι’ αυτό ως “δειλών”, από media και κυβέρνηση.
Από τη Γαλλία, τα “κρούσματα” πέρασαν στην απέναντι όχθη : απόστρατοι λίαν υψηλόβαθμοι αξιωματικοί των
ΗΠΑ, αισθανόμενοι ότι η Biden administration προδίδει τη λαϊκή εντολή, εφαρμόζοντας “σοσιαλιστικού” τύπου πρόγραμμα και αφήνοντας τα σύνορα ανοιχτά στους διακινητές “μεταναστών” των drug cartels, το επισημαίνουν με ανοιχτή επιστολή τους. Αντιμετωπιζόμενοι φυσικά, όπως και οι Γάλλοι, ως “ακροδεξιοί”, “συνωμοσιολόγοι” και “θανάσιμα επικίνδυνοι για τη δημοκρατία”.
Το θέμα είναι λεπτό, ειδικά για μας, “που έχουμε γνωρίσει το αποτρόπαιο πρόσωπο της δικτατορίας”, αλλά και δεν μπορούμε να μην κάνουμε
αναγωγή σε αντίστοιχα δικά μας ζητήματα, ιδίως το μεταναστευτικό. Το οποίο, μπορεί να μη φτάνει το χάλι εκείνου της Γαλλίας ή, οσονούπω, των ΗΠΑ, ο φόβος όμως, ή …η προοπτική, είναι να τα ξεπεράσει.
Η εκλογή μιας κυβέρνησης με διαδικασία [ουσία ή τύποις] δημοκρατική, δεν αποτελεί εγγύηση της δημοκρατικής της λειτουργίας. Χαρακτηριστικό της εποχής, ήδη προ “πανδημίας” [με το φαινόμενο να αποκτά άλλες διαστάσεις από ενάρξεώς της] είναι η αυξανόμενη
απόσταση “εθνικών” κυβερνήσεων κεντρικά καθοδηγούμενων, από τα εκλογικά τους σώματα και η αδιαφορία για το λαϊκό συμφέρον.
Πέρα από φιλοσοφικές / κοινωνιολογικές κλπ. προσεγγίσεις, αυτό αποτελεί παραβίαση
συνταγματικής νομιμότητας, παρέχοντας το επιχείρημα του “τις ήρξατο χειρών αδίκων”. Αλλά και το δικαίωμα, ή μάλλον την υποχρέωση του λαού σε αντίσταση. Η τελευταία είναι κατοχυρωμένη από το ίδιο το Σύνταγμα. Η ακροτελεύτια διάταξή του [άρθρο 120 παρ. 4] ορίζει: “Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία”.
Δεν χρειάζεται να αναλωθεί κανείς σε παραδείγματα στρατιωτικών παρεμβάσεων που έχουν καταχωρηθεί ως προοδευτικά / σωτήρια της δημοκρατίας. Η επίσημη “ιστορική αποτίμηση” του κινήματος του
Στρατιωτικού Συνδέσμου [Γουδή, 1909 βλ. φωτό] αρκεί για να δείξει ότι η φιλολογία περί de facto μη ανάμειξης του στρατού στα πολιτικά ζητήματα εξυπηρετεί τις σκοπιμότητες εκείνων που ειδικεύονται σ’ αυτήν.
Με δεδομένο το χάσμα που χωρίζει κυβερνώντες και κυβερνούμενους
* [σ’ αυτούς περιλαμβάνεται το στρατιωτικό προσωπικό μιας χώρας] το θέμα απλοποιείται επικίνδυνα, μετατοπιζόμενο σε επίπεδο προσωπικής τιμής και απόφασης: πράττει κανείς κατά συνείδηση, αυτό που αισθάνεται ως καθήκον του. Αναλαμβάνει την ευθύνη, και είναι έτοιμος να κριθεί και να πληρώσει γι’ αυτό.


* αντανάκλαση ενός εμφύλιου πολέμου στους κόλπους των παγκοσμιοποιητών, ανάμεσα δηλ. στους θιασώτες του πλανητικού melting pot και τους “λαϊκιστές – εθνικιστές” ηγέτες τύπου Τραμπ, Νετανιάχου. Με την ενδιαφέρουσα σημείωση ότι οι πρώτοι βρίσκονται [εν γνώσει ή εν αγνοία τους] σε σύμπλευση με τον θηριωδέστερο των εθνικισμών, εκείνον της “Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας”.

2
(Visited 51 times, 1 visits today)

Leave a Reply