ΚΑΒΑΚΟΣ: MOST WANTED

Αντιγράφω από την συνέντευξη του Λεωνίδα Καβάκου στην Καθημερινή:
«Έμενα στη χώρα μας όσο διατηρούσα την ελπίδα και την απατηλή προσδοκία ότι θα μπορούσα να φανώ χρήσιμος…. Ξέρετε, εγώ φύτρωσα στον χώρο της μουσικής σαν πρασινάδα στην άσφαλτο. Τα πρώτα χρόνια, στο εξωτερικό, με έβλεπαν παραξενεμένοι. “Καλά, πώς προκύψατε από μια χώρα όπως η Ελλάδα;” με ρωτούσαν. Τους φαινόταν αξιοπερίεργο. Δεν περιφέρομαι ως παντογνώστης· αυτή την εμπειρία ήθελα να μεταλαμπαδεύσω στις νεότερες γενιές. Αλλά ό,τι γινόταν –τα σεμινάρια με το Ωδείο “Μουσικοί Ορίζοντες” ή οι δωρεάν συναυλίες σε διάφορες πόλεις– τα έκανα μόνος μου. Κανένας υπουργός Πολιτισμού δεν με κάλεσε ποτέ ν’ ακούσει, έστω, τις απόψεις μου, για το πώς η ελληνική πραγματικότητα θα έρθει πιο κοντά στη διεθνή και πώς θα αποδείξουμε ότι είμαστε κράτος ανεπτυγμένο πολιτιστικά. Αν βγείτε στον δρόμο και ρωτήσετε τους περαστικούς, όλοι θα πουν ότι εμείς δώσαμε τα φώτα μας στην ανθρωπότητα. Σαχλαμάρες! Όχι γιατί δεν είναι αλήθεια, αλλά γιατί τέτοια λόγια βγαίνουν και από το στόμα ανθρώπων που δεν έχουν μελετήσει ούτε μια στιγμή στη ζωή τους. Με κούρασε αυτή η αδιαφορία. Ποτέ δεν επεδίωξα θέσεις και αξιώματα. Όμως βαρέθηκα να είμαι άχρηστος στην πατρίδα μου. Ο δεύτερος λόγος που έφυγα –και δεν φοβάμαι να το πω– ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Μου δημιουργούσε τεράστια δυστυχία αυτή η αισθητική με αρνητικό πρόσημο…».
«Το μεγαλύτερο λάθος που έγινε στην Ελλάδα είναι ότι βγαίνουμε από την κρίση χωρίς να έχουμε καταλάβει τίποτα. Μια κρίση κυρίως ηθική, αξιών, που θα έπρεπε να μας έχει φέρει μπροστά στο ερώτημα πώς μπορούμε να φτιάξουμε μια καλύτερη κοινωνία, την αντιμετωπίσαμε απλώς ως κρίση οικονομική, αριθμών. Ελπίζω, έστω και αργά, να συνειδητοποιήσουμε ότι ένα περιβάλλον στο οποίο θα υπάρχει άνθηση των τεχνών, σημαίνει υγεία. Η ψυχική αγαλλίαση που νιώθει όποιος έχει ουσιαστική επαφή με κάποια τέχνη είναι το καλύτερο φάρμακο…».

Δεν έχεις να προσθέσεις κάτι, πέρα απ’ την αναρώτηση: “σε πόσων τα ευήκοα ώτα φτάνουν λόγια όπως αυτά; εννοώ σαν αφορμή για σκέψη, όχι για το mumble-mumble περί “Ελλάδας που τρώει τα παιδιά της”.
Κάποιος κακοπροαίρετος, ή όχι τόσο, θα επεσήμαινε ότι είναι λίγο φάουλ [“να μη φοβάσαι”] να επιτίθεσαι στον ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση, ενώ δεν του επιτέθηκες ως κυβέρνηση.
Αλλά θα ήταν άδικος: ακόμα και αν πρόκειται για κάποιο είδος αντι-ΣΥΡΙΖΑίκού “γνεψίματος”, ούτε εκ του πονηρού είναι, ούτε με κακό σκοπό. Τυχαίνει να ξέρω απο κοινούς γνωστούς ότι ο ΛΚ είναι άνθρωπος που θέλει να προσφέρει στην πατρίδα του, την οποία υπεραγαπά. Φοβάμαι μόνο ότι ακριβώς αυτή η δοτικότητα είναι κακός οιωνός: η “πιάτσα” δεν σηκώνει εύκολα τέτοιες περιπτώσεις.  Άνθρωποι που έχουν κρατήσει κάτι απ’ το ρομαντισμό της νιότης τους είναι ανεπιθύμητοι – παρόλο που θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι θα φαίνονταν αξιοποιήσιμοι λόγω της ανιδιοτέλειάς τους. Γιατί; γιατί απλούστατα δίνουν το “κακό” παράδειγμα. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η εγχώρια ελίτ είναι να γεμίσει η Ελλάδα Λεωνίδες.

2
(Visited 39 times, 1 visits today)

Leave a Reply