Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΩΣ ΥΠΟΚΡΟΥΣΗ [ΜΕΡΟΣ 6]

Η βροχή πέφτει στη γη, άλλοτε σαν καταιγίδα, άλλοτε ψιχαλιστά, γονιμοποιώντας την. Το τι προκύπτει, εξαρτάται από το έδαφος. Έτσι κι η μουσική, απτή και άπιαστη, αφήνει ελεύθερο το χώρο στην ιδιωτική προσέγγιση. Αναγγέλλοντας την αφύπνιση του εσωτερικού χρόνου – νοηματοδότη, υποσκάπτει τον «αντικειμενικό», ωρολογιακό χρόνο. Ο τελευταίος λογίζεται και υπολογίζεται αποκλειστικά με όρους του χώρου, καθώς επιβάλλεται με τη στυγνή λογική της παραγωγικής διαδικασίας [τόση ώρα θα χρειαστώ για να κάνω αυτό, τόση έχω στη διάθεσή μου για να κάνω το άλλο].
Βεβαίως ο «αντικειμενικός» χρόνος υποσκάπτεται και από την κινούμενη εικόνα. Και διόλου τυχαία, η θεματολογία των mainstream ταινιών περιορίσθηκε με τον καιρό σε ιστορίες ταχύτητας, δύναμης και επιβίωσης, με φόντο πάντα το τέλος του κόσμου ή την κυριάρχησή του… Ο ρόλος τους είναι να χρησιμοποιούν τον φενακιστικό χρόνο που παράγουν, ως εργαλείο περαιτέρω συμπίεσης του «αντικειμενικού» [ωρολογιακού], κάνοντάς μας θύματα του γρήγορου μοντάζ και μυώντας μας στο λατρευτικό τυπικό του «faster, harder, louder».
Αν η συνοδευτική μουσική βοηθά την εστίαση στο ζητούμενο της εικόνας, η συνοδευτική εικόνα πλήττει τη δυνατότητα της μουσικής να είναι ανοιχτή σε ερμηνείες, με άλλα λόγια το δικό της ζητούμενο. Αν η μουσική προσφέρει τρόπους να βιώσεις την προσωπική σου ιστορία, η κινούμενη εικόνα στα πρότυπα του video game απειλεί να την εκτοπίσει, προβάλλοντας αξιώσεις αληθινής ζωής. Το «πάντρεμα» των δυο περιορίζει τον ορίζοντα των ερμηνειών, κλείνοντας το δρόμο προς τους κόσμους όπου θα μπορούσε η μουσική να οδηγήσει. Η τελευταία δεν έχει άλλη επιλογή από το να υποβαθμίζεται, αναδιπλούμενη μπρος στις ανάγκες του αφύσικου διπόλου: Τα βίντεο κλιπ επαναφέρουν τελικά τους όρους του …βωβού κινηματογράφου [βλ. Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΩΣ ΥΠΟΚΡΟΥΣΗ ΜΕΡΟΣ 2], με το ρόλο της μουσικής τυχάρπαστο όσο και εκείνης του πιανίστα συνοδείας. Στην απορία πολλών «που οφείλεται η υποβάθμιση του επιπέδου τα τελευταία 20-30 χρόνια», η απάντηση είναι απλή: στην κυριαρχία των βίντεο κλιπ, εφόσον η mainstream μουσική έγινε χλιαρή όσο χρειαζόταν για να επενδύει τις καταναλωτικών προδιαγραφών εικόνες τους.
Η εικόνα φτάνει στο μυαλό απ’ το οπτικό νεύρο. Ο ήχος φτάνει μέσα από ολόκληρο το σώμα, δίνει ρυθμό στην καρδιά, δίνει κλωτσιές στο στομάχι. Όταν χορεύεις, το κάνεις ατενίζοντας κάποια οθόνη; Όταν ακούς πραγματικά, που σημαίνει: άγεσαι μουσικά προς τον κόσμο, έχεις ανάγκη από προκάτ παραστάσεις; Τι άλλο αποτέλεσμα φέρνουν αυτές από το στένεμα της φαντασίας; Βάσει ποιας «ευγονικής» είναι προαποφασισμένες οι εικόνες [γιατί όχι και οι μυρωδιές, οι γεύσεις, τα αγγίγματα] που θα συνοδεύουν τη μουσική στην «ολιστική» εμπειρία της ακρόασης;
Το κόνσεπτ είναι τελικά απλό: η βιομηχανία ονείρων, έχοντας συρρικνώσει τη μουσική σε τραγούδι και το τραγούδι σε βιομηχανικό προϊόν, προχωρεί μέσω ενός «συγκρητισμού» των αισθήσεων στον ολοκληρωτικό έλεγχό μας.

1
(Visited 46 times, 1 visits today)

Leave a Reply