Δυο λόγια με αφορμή ένα κείμενο του Φώντα Τρούσσα [θεωρώ ότι θα του άξιζε μια καλύτερη περιρρέουσα ατμόσφαιρα] …από τη Lifo. Το παραθέτω:
ΔΕΝ ΤΥΠΩΝΟΝΤΑΙ ΚΑΚΟΙ ΔΙΣΚΟΙ σήμερα, και αν τυπώνονται είναι ελάχιστοι δίχως να καθορίζουν κάτι. Στις ψηφιακές φόρμες μπορεί να γίνεται το σώσε, αλλά στη δισκογραφία, στις φυσικές μορφές, όσα άλμπουμ αποφασίζεται να τυπωθούν είναι από «καλά» και πάνω (ο κανόνας είναι αυτός). Είναι κρίμα να σπαταλάς πόρους για να τυπώνεις παλιοποιότητες, και αυτό έχει γίνει κάπως συνείδηση στις εταιρείες (μικρές και μεγαλύτερες). Ιδίως στα μικρά labels βρίσκεις πλέον μόνο «καλά» πράγματα, κάτι που κάνει και το έργο του κριτικού πιο δύσκολο. Γιατί, όταν ο πήχης ανεβαίνει θα πρέπει να γίνεται ακόμη πιο σκληρή διαλογή, προκειμένου να ανακαλύψεις το καλύτερο από το καλό, ώστε να το προτείνεις. Πηγή: www.lifo.gr
Διακρίνει κανείς εδώ μια θεμιτή διάθεση “συνολικής στήριξης” μιας δισκογραφίας, που την έχει απόλυτη ανάγκη.
Υπάρχουν όμως σκοτεινά σημεία στη συλλογιστική που επιστρατεύεται γι’ αυτό.
Λέγοντας ότι οι κακοί δίσκοι δεν καθορίζουν κάτι, ο δημοσιογράφος υπονοεί προφανώς ότι είναι οι …καλοί δίσκοι αυτοί που καθορίζουν. Ωστόσο, είναι τοις πάσι [;] γνωστό ότι ο συνδυασμός ποιότητας και εμπορικότητας έσβησε μαζί με την τελευταία χιλιετία, μετά από παρατεταμένο, δύο δεκαετιών ψυχορράγημα. Έκτοτε οι δίσκοι που δείχνουν κάποια διάθεση για κολύμπι στα βαθειά, είναι όλο και μικρότερης εμπορικής εμβέλειας, αφορώντας πλεόν αποκλειστικά “ανθυποομάδες” ακροατών, κατευθυνόμενες από τους γνώστες-πατεράδες τους. Το φαινόμενο αναμένεται να εκλείψει μαζί με αυτούς τους τελευταίους.
Η πλέον θλιβερή απόδειξη των ανωτέρω είναι ότι …τα έξοδα της παραγωγής ουδέποτε αφορούν την εταιρία, πολυεθνική ή ανεξάρτητη. Τα πάντα, από το στούντιο μέχρι το εξώφυλλο είναι πληρωμένα από τον καλλιτέχνη. Ο εταιριάρχης βάζει απλώς το “κύρος” του label. Στην ουσία …παράγει κύρος εκ του μη όντος, και το ανακυκλώνει.
Πέραν αυτού: μια συλλογιστική του τύπου “όσα άλμπουμ αποφασίζεται να τυπωθούν είναι από καλά και πάνω” παρακάμπτει την παράμετρο “παιδεία” των ιθυνόντων. Ακόμα και αν δεχόταν κανείς ότι αποφασίζουν με ποιοτικά κριτήρια, τί εγγυάται την επάρκεια της αξιολόγησης;
Στην πραγματικότητα, τα πράγματα δεν είναι καν τόσο αγνά. Δεν ξέρω πόσοι “πυροβολημένοι” εξακολουθούν να υπάρχουν αυτή τη στιγμή στο χώρο της ανεξάρτητης δισκογραφίας. Όμως οι “πυροβολημένοι” που θυμάμαι [έως πολύ πρόσφατα], λειτουργούν με τον παραδοσιακό τρόπο του έμπορα: έρχονται να καλύψουν μια υπαρκτή ανάγκη, προσαρμόζοντας το “πλάνο” στα μέτρα της συγκεκριμένης αγοράς. Δεν θα υπήρχε περίπτωση να αγνοήσουν στοιχεία ενισχυτικά της εμβέλειας του προϊόντος. Θα προτιμούσαν σίγουρα εκείνο με το sales point [μια “εκρηκτική underground γυναικεία περσόνα” ας πούμε] από το “ασυμβίβαστα καλλιτεχνικό”, ακόμα κι αν μπορούσαν να το εκτιμήσουν.
Γιατί νούμερο ένα ζητούμενο, ανέκαθεν, τόσο απ’ τη φωτεινή, όσο και απ’ την σκοτεινή πλευρά της μουσικής βιομηχανίας, ήταν η εξυπηρέτηση ενός lifestyle. Το εκάστοτε καλλιτεχνικό προϊόν επιλεγόταν πάντα, ως ιδανικό για τη διαφήμισή του.
Το ότι ο ρόλος των δισκογραφικών από καταβολής τους είναι αυτός, με τη μουσική να αποτελεί ένα είδος δούρειου ίππου, φαίνεται, εκτός των άλλων, από την βαθμιαία εκτόπιση του παράγοντα ταλέντο από εκείνον της “αυθεντικότητας”, του “να μην την έχεις δει κάπως”, του “να είσαι ο εαυτός σου” που κυριαρχεί σήμερα ως χύδην καλλιτεχνικό κριτήριο.
Τα ξαναλέμε, Θεού θέλοντος, αναλυτικότερα.
Discover more from OANNES
Subscribe to get the latest posts sent to your email.