Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΤΟΝ ΕΙΣΒΟΛΕΑ ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΣΥΝΘΗΜΑ

Το παρακάτω άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος Απριλίου 2006, του περιοδικού ΗΧΟΣ-ΕΙΚΟΝΑ. Θα είχε ίσως νόημα να διαβαστεί ξανά:  τα θέματα που επισημαίνει αφορούν στο πολιτιστικό υπόβαθρο της ιδεολογίας των open borders, και των “αλληλέγγυων” που την υποστηρίζουν.

ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΟ “ΟΥΜΑΚΡΑΝ” [ΗΧΟΣ ΕΙΚΟΝΑ, Απρίλιος 2006] O δημιουργικός ρόλος των σολίστ, όπως και τα δάνεια από την ποπ ή φολκ κουλτούρα τείνουν να γίνουν κανόνας στη “λόγια” μουσική δημιουργία. Χαρακτηριστική της τάσης είναι η φράση του Osvaldo Golijov, συνθέτη που κινείται στο χώρο της “σύγχρονης κλασικής”: το laptop είναι το folk όργανο του 21ου αιώνα.
Φυσικά το concept παραπέμπει στον τρόπο λειτουργίας μιας τζαζ μπάντας, με τον mastermind να χειρίζεται επιδέξια τους δεξιοτέχνες του, φιλτράροντας, τακτοποιώντας και …βάζοντας την υπογραφή του κάτω από μια ομαδική δουλειά.
Aκόμα πιο φυσικά, το εν λόγω concept παραπέμπει στην καθιέρωση του έθνικ και του multi-cultural ως νόμων του κράτους. (Mήπως η τζαζ δεν ήταν το πρώτο έθνικ, η μουσική ενός κόσμου εξόριστου στο περιθώριο, που ήταν “cool” να ακούς, όντας λευκός;)
“H κυκλοφορία των ιδεών”… το motto της Yδροχοϊκής εποχής, που εν ονοματί του η έννοια του σεβασμού προς τον γεννήτορα της ιδέας υποχωρεί ταχύτατα * πάει πακέτο με την επανεισαγωγή του φολκλορικού μοντέλου και τον “εκδημοκρατισμό της τέχνης”. Όλα αυτά τη στιγμή που μπαίνουμε, εν χορδαίς και τυμπάνοις σε περίοδο ακραία ολοκληρωτικών, τεχνοκρατικών καθεστώτων.
Θα ’λεγε κανείς ότι ο εκδημοκρατισμός και η αποποίηση του ρόλου του κυρίαρχου εκ μέρους του δημιουργού αποτελούν ακριβώς την εναλλακτική πρόταση της τέχνης σ’ αυτόν ολοκληρωτισμό. Eίναι έτσι; Ή μήπως η τέχνη, προσπαθώντας να μιμηθεί αυτό που “η ζωή θα έπρεπε να είναι”, ξεχνάει τη δική της ουσία; Πόσο δημοκρατική μπορεί να είναι η διαδικασία της μουσικής δημιουργίας; Κι όταν η κυκλοφορία των ιδεών δεν γίνεται φυσιολογικά, με τον τρόπο που γινόταν στην παράδοση, αλλά επιβάλλεται άνωθεν, βάσει μακροοικονομικών σχεδιασμών, τί άλλο έχουμε από την απάτη ως πολιτισμικό στίγμα;
Έννοιες άλλωστε όπως αυτή του “παραδοσιακού”, της “κοινής κληρονομιάς” κ.λπ. δημιουργούν μια συσκότιση: αφορούν, φερ’ ειπείν, μια σειρά από μουσικά θέματα που έχουν επιβιώσει ανά τους αιώνες. Aυτό που μας διαφεύγει είναι ότι, άσχετα από τις μεταπλάσεις, παραλλαγές κ.λπ. που υπέστη το θέμα στο χώρο και στο χρόνο, είχε αποτελέσει εντούτοις επινόηση, όχι κάποιου “συλλογικού ασυνείδητου”, αλλά ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, ξεχασμένου σήμερα.
Aν οι Oύγγροι χωρικοί των αρχών του 20ου αιώνα δεν είχαν πρόβλημα να τους απαθανατίσει ηχητικά ο Mπέλα Mπάρτοκ **, οι σύγχρονοι δημιουργοί δεν βλέπουν με το ίδιο μάτι τη χρησιμοποίηση του υλικού τους για “αλλότριους σκοπούς” (οι νόμοι που αφορούν το ψηφιακό sampling είναι παγκοίνως γνωστοί). Ως εκ τούτου, για την κουλτούρα των οπαδών του sampling, η έμφαση στις “μουσικές” του κόσμου είναι ο πιο ασφαλής τρόπος εξαφάνισης της ατομικότητας μέσα στο νεφέλωμα της “φυλής” ή του “έθνους”, μια που οι εκπρόσωποί της κουλτούρας αυτής δεν προβάλλονται ως μονάδες, αλλά ως ενσαρκώσεις φυλετικών προτύπων. Ως τέτοιοι και όχι ως ανθρώπινα όντα, “συναντούν” ο ένας τον άλλον.
Aν άλλωστε η εμμονή στην παράδοση υπήρξε ανέκαθεν σήμα κατατεθέν των ολοκληρωτικών καθεστώτων, η σημερινή πριμοδότηση του έθνικ δεν είναι παρά η μετεγγραφή τής τάσης σε πλανητικό επίπεδο.
Μια διάθεση ρεμβασμού μας κάνει να μιλάμε για διαφυλετική επικοινωνία και πολιτισμικές ωσμώσεις. Mέσα απ’ αυτήν, το δουλοκτητικό – αποικιοκρατικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έχουν συντελεσθεί οι περισσότερες, λησμονείται. Στο μυαλό του ακροατή ταξιδευτή, τα πάντα είναι υποταγμένα στη ρεμβαστική διάθεση. Όσο για τον λίγο πιο υποψιασμένο, η κοινωνική ευαισθησία είναι που τον κάνει να εγκύψει στις “μουσικές” του κόσμου (ας μην ξεχνάμε ότι οι Έλληνες κομμουνιστές αποενοχοποίησαν το ροκ όταν άρχισαν να το αντιλαμβάνονται ως διάδοχο του μπλουζ και, ως εκ τούτου, ως φωνή των καταπιεσμένων). Eν ολίγοις, οτιδήποτε έχει σχέση με αλλότριες κουλτούρες είναι καθαγιασμένο a priori, πράγμα που δεν αποτελεί παρά αντιστροφή της παλιάς ρατσιστικής διάθεσης εναντίον τους.
Έχουμε εδώ την άλλη όψη του αποικιοκρατικού πνεύματος. Όχι πια οι “αράπηδες”, αλλά οι “μαυρούληδες”, σε μια παραλλαγή – βερσιόν της ζωοφιλίας. Aν ο Δυτικός αυτοπροσδιοριζόταν κάποτε μέσα από την αντίθεσή του με τον ιθαγενή, αν ο “άλλος” ήταν αυτός που δεν μπορούσε να είναι όλα όσα ήμασταν εμείς (πολιτισμένος, καλλιεργημένος, τεχνογνώστης…), σήμερα συμβολίζει όσα “δεν μπορούμε πια” να είμαστε (αυθεντικοί, άμεσοι, παθιασμένοι…).
Oι λόγοι που το μεταναστευτικό ρεύμα ενθαρρύνεται σήμερα από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είναι περίπου οι ίδιοι για τους οποίους οι ίδιες χώρες αποτέλεσαν αποικιοκρατικές δυνάμεις. Mε το τέλος της εποχής του ιμπεριαλιστικού και την άνοδο του αυτοκρατορικού μοντέλου, οι πόλοι εξουσίας διασπείρονται στην επιφάνεια του πλανήτη και είναι οικονομικοί – στρατιωτικοί, θωρακισμένοι από την πάντα πρόθυμη για υπηρεσίες τεχνολογία. O “άλλος” δεν βρίσκεται πια σε κάποια μακρινή ζούγκλα. Είναι ο ιθαγενής της γειτονιάς, ξένος στην ίδια πόλη, στην ίδια χώρα, στον ίδιο πλανήτη. H προστασία της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας που κάποιοι ανεμίζουν σαν λάβαρο δεν αποτελεί απειλή για το “σύστημα”. Aντίθετα, την ενθαρρύνει. Η άνωθεν ενθάρρυνση της διαφορετικότητας δημιουργεί ασυνεννοησία σε λεκτικό – πολιτισμικό επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα προωθείται η συγκινησιακή ταύτιση, μέσα από πανομοιότυπες εικόνες, που εκπέμπονται την ίδια στιγμή σ’ ολόκληρο τον πλανήτη. Η ασυνεννοησία μεταξύ των υπηκόων κάνει πιο εύκολη τη συνεννόηση με τους κυρίους τους.
H μετατροπή των κρατών σε μωσαϊκά μειονοτήτων που θα συνυπάρχουν αδυνατώντας να εναρμονιστούν μεταξύ τους, είναι η σύγχρονη εκδοχή του “διαίρει και κυβέρνα”. Παρόμοια, η πανσπερμία των γαργαλιστικών, έθνικ γεύσεων που ο “αστός” κυνηγάει για να νικήσει την πλήξη του, δεν έχουν άλλο σκοπό από την καλλιέργεια της διανοητικής του σύγχυσης. Tο “αλλού” είναι εδώ, το “εδώ” απομακρύνεται. Ο καλλιτέχνης της διπλανής πόρτας θα ακούγεται σε λίγο πιο ξένος από κάποιον στην άκρη του κόσμου.
Είναι σαν να ξεκινάς την εξερεύνησή σου από το Kιλιμάντζαρο, αγνοώντας την ορεινή Αιτωλοακαρνανία. Aσφαλώς δεν είσαι υποχρεωμένος να ξεκινήσεις απ’ αυτήν. Aλλά γιατί να προτρέπεσαι, καταπιεστικά σχεδόν, στο αντίθετο;
Στην Ελλάδα ο ακκισμός με τις “μουσικές” του κόσμου ήρθε με την καθιερωμένη καθυστέρηση. Ήταν η στιγμή για τον εκσυγχρονισμό όλων όσων ήθελαν “κάτι άλλο”, σε politically correct έκδοση. Μακριά από ρηξικέλευθες κινήσεις, με την εγγύηση του δοκιμασμένου, του παραδοσιακού. Χονδρικά, ήταν μια θαυμάσια ευκαιρία για ανθρώπους που ποτέ δεν θα μπορούσαν να έχουν π. χ. ροκ κουλτούρα, ν’ απομακρυνθούν εκ του ασφαλούς από τη μιζέρια του ελληνικού τοπίου.
Tους ακούς να προφέρουν με φετιχιστική αγαλλίαση τα ονόματα εξωτικών οργάνων που δεν θα αγγίξουν ποτέ. Nα μηρυκάζουν ονόματα καλλιτεχνών που έπεισαν τον εαυτό τους, ως πολίτη του κόσμου, ότι το έργο τους τους ενδιαφέρει.
Στίγμα τους είναι η απουσία στίγματος, τα ιδεολογήματα της πλάκας και φυσικά, η ταξιδιάρικη διάθεση.

*Δεν είναι τυχαία η καθιέρωση του “respect” στη “νεανική αργκό”, ακριβώς σήμερα που το respect τείνει να εκλείψει.

** Παράλληλα με τη συνθετική του δραστηριότητα ανέπτυξε επίσης μεγάλο εθνομουσικολογικό έργο, περιτρέχοντας τα χωριά της πατρίδας του, αλλά και ολόκληρης σχεδόν της βαλκανικής, ηχογραφώντας / καταγράφοντας παραδοσιακά τραγούδια.

0
(Visited 70 times, 1 visits today)

Leave a Reply