Το καλλιτεχνικό προσωπικό της χώρας βρίσκεται σε αναβρασμό, με την προοπτική ακύρωσης των θερινών συναυλιών, στις οποίες βασίζεται το εισόδημά του. Οι πρώτοι που έρχονται στο νου είναι οι ταπεινοί εργάτες της μουσικής, οι στελεχώνοντες ορχήστρες και μικρά σύνολα, οι οποίοι όντως περιέρχονται σε δεινή θέση.
Το ενδιαφέρον είναι ότι εκείνοι που ακούονται φωνασκούντες είναι οι “δημιουργικοί καλλιτέχνες”, ακριβέστερα οι εξ αυτών διάσημοι [τύπου Δεληβοριά, ή Μάλαμα] επικαλούμενοι τον κίνδυνο που διατρέχει μια πολιτεία αν δεν δείξει ενδιαφέρον για τον πολιτισμό και τους ανθρώπους του…
Είναι όντως αυτοί, που κινδυνεύουν να χάσουν τα από δεκαετιών καθιερωμένα [μέσω “επαφών” με δήμους, συλλόγους και κόμματα] συναυλιακά πακέτα. Ωστόσο, υποθέτει κάποιος, αυτή ακριβώς η μόνιμη παρουσία στα δρώμενα θα έπρεπε να εγγυάται ότι …δεν απειλούνται από την αναστολή της για ένα καλοκαίρι.
Επίσης, αν λόγος υπαρξής τους, όπως προβάλλεται, είναι η εξ-υπηρέτηση του “ιδανικού” της δημιουργίας, αυτό οφείλει να υπηρετείται ανεξαρτήτως του τί έχει λαμβάνειν ο δημιουργός. Έτσι τουλάχιστον έχει υπηρετηθεί, αιώνες τώρα, από ανθρώπους που έγραψαν τη δική τους ιστορία μέσα απ’ τις πιο αντίξοες συνθήκες. Έχουν υπάρξει τέτοιοι και στη χώρα μας. Μπορεί ένας Σκαλκώτας ας πούμε, να …υστερεί ως καλλιτέχνης από ένα …Δεληβοριά ή Μάλαμα, κάτι πάντως θα μπορούσε να τους διδάξει για την αξία της σεμνότητας.
Η κατάσταση γίνεται πιο σύνθετη αν αναλογιστεί κανείς, ακριβώς ότι: πολλοί απ’ τους “δημιουργικούς καλλιτέχνες” που επικαλούναι το φάσμα της ανέχειας είναι δημιουργκοί, ή και …καλλιτέχνες, μόνο στη φαντασία τους. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι έχουν οι ίδιοι κατ’ αρχήν βυθίσει σε [αφάνεια ή και] ανέχεια κάποιους άλλους, οι οποίοι θα δικαιούνταν περισσότερο το credit και το …benefit του δημιουργικού καλλιτέχνη.
Μια απ’ τις αιτίες “εξαθλίωσης του κλάδου” για την οποία οδύρονται είναι ακριβώς αυτή: αποδεκατισμένος, αποτελούμενος κυρίως από β’ διαλογής προσωπικό, αδυνατεί να προσελκύσει το ενδιαφέρον του κοινού, όπως αυτό θα εκφραζόταν με τα εισιτήρια μιας [μη διοργανωμένης απ’ τον Δήμο] συναυλίας, για να μη μιλήσουμε για πωλήσεις δίσκων. Ο κλάδος γίνεται έτσι αρωγός στο σχέδιο των “διευθυντηρίων”: μεταλλαγή ενός κοινού πάλαι ποτέ φιλότεχνων, σε κοινό χαχόλων χειροκροτητών του σόου της νέας τεχνολογίας. Ο καλλιτέχνης συρρικνώνεται σε ρόλο “χαβαλέ” και “παρεούλη”…
Όμως, πώς φτάσαμε σε μια κατάσταση όπου η καλλιτεχνική δραστηριότητα περιορίζεται στα live …με δωρεάν προσέλευση;
Όταν στις αρχές των ’00s εμφανίσθηκε το δίδυμο “free downloading / μουσικές πλατφόρμες” το σύνολο της καλλιτεχνικής κοινότητας πανηγύριζε έξαλλα. “Νεάζοντες” τότε καλλιτέχνες, έντρομοι στην ιδέα να μείνουν πίσω απ’ τις εξελίξεις, μιλούσαν για τις “απεριόριστες δυνατότητες” που η τεχνολογία έδινε στον μουσικό να …ακουστεί παντού χωρίς τη διαμεσολάβηση, “επιτέλους”, των δισκογραφικών. Οι τελευταίες ήταν οι μόνες που ύψωσαν [για το θεαθήναι] μικρή φωνή διαμαρτυρίας, με τις πωλήσεις των δίσκων να κατρακυλούν στα Τάρταρα.
Μέσα στη γενική ευφορία του do it yourself, που …τώρα δικαιωνόταν, υπήρχε κάτι που έμενε απαρατήρητο: ότι η μουσική, όπως κάθε μορφή τέχνης, ακμάζει μόνο χάρη στην ύπαρξη συγκεκριμένων “δομών” που αποστολή έχουν να την προστατεύουν, έχοντας οικονομικό [και όχι μόνο] συμφέρον απ’ αυτό. Κι ότι, ακόμα και ο αθλιότερος προστάτης, μια δισκογραφική εταιρία, ας πούμε, είναι προτιμότερος από το τίποτα.
Το ότι οι δισκογραφικές, εδώ ειδικά, ήταν αυτές που ήταν, έκανε πιο εύκολα τα πράγματα: “τί είχαμε τί χάσαμε”. Αυτό που συντελείτο ήταν η επισημοποίηση της εγκατάλειψης του καλλιτέχνη στην τύχη του. Με “αντιστάθμισμα” όμως τη γέννηση μιας νέας, γελοία απατηλής ελπίδας: ότι ο καλλιτέχνης μπορεί να κάνει καριέρα …μέσω διαδικτύου.
Το πόσο αλήθεια ήταν αυτό, χρόνια μετά, έχει γίνει φανερά ακόμα και στον πλέον “καλόπιστο”.
Επί τη ευκαιρία, και ως παράδειγμα: τί απέγινε η, καθόλα άξια, Μαρίνα Σάτι, και ο πολυαναμενόμενος δίσκος της;
Discover more from OANNES
Subscribe to get the latest posts sent to your email.