Όπως έχει αποδειχτεί περίτρανα τα τελευταία χρόνια, και αντίθετα με την επικρατούσα δοξασία, ο “Έλληνας” δεν είναι ακριβώς απείθαρχος. Είναι σε ασυνήθιστο βαθμό “εαυτούλης”. Θα κάνει ό,τι ακριβώς χρειάζεται, αρκεί να πεισθεί ότι κινδυνεύει. Ως προς αυτό το τελευταίο, ας είν’ καλά ο κυβερνητικός μηχανισμός και η φιλοτιμία των media.
Εξ ίσου “απείθαρχος” υπήρξε στη διάρκεια της δικτατορίας, η επέτειος της οποίας είναι σήμερα : πλην ελαχίστων εξαιρέσεων ο “αντιδικτατορικός αγώνας” υπήρξε μια πρωτοφανής μορφή αντίστασης : περίμενε την αυτοκατάργηση* της δικτατορίας για να ξεσπάσει** …Κατά τα άλλα, απ’ τις 21 Απριλίου του 1967 μέχρι και τις 24 Ιουλίου του 1974, οι πάντες: δικαστικοί [συμπεριλαμβανομένων των μελών του δικαστηρίου που αργότερα …καταδίκασε τους πραξικοπηματίες], πανεπιστημιακοί, ακαδημαϊκοί, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες & λοιποί άνθρωποι του πνεύματος, και βέβαια ο κυρίαρχος λαός, υπήρξαν υποδειγματικά πειθήνιοι. Οι όποιες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα, και σ’ αυτές είναι γελοίο να συμπεριληφθεί η εκ του εξωτερικού “αντίσταση”. Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου – επίρρωση του Νόμου του Tocqueville – συνέβησαν σε στιγμή χαλάρωσης, εν όψει πορείας του καθεστώτος προς “πολιτική διέξοδο”. Εκείνο άλλωστε το οποίο προκάλεσε, στο βαθμό που το προκάλεσε, το Πολυτεχνείο, δεν ήταν η πτώση της Χούντας, όπως αναφέρεται στην παρωδία ιστορίας που έχει επικρατήσει, αλλά η αντικατάστασή της από μια χειρότερη.
Τα τηλεοπτικά αφιερώματα στα χρόνια της δικτατορίας εστιάζουν με αυταρέσκεια στο κιτς της περιόδου, αλλά και στη λογοκρισία που η επάρατος ασκούσε σε φωνές διασαλευτικές της τάξεως.
Ενδιαφέρον έχει ως προς το πρώτο σκέλος, ότι …οι άνθρωποι που μας βάζουν να γελάμε με τις Γιορτές της Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων και τις Ολυμπιάδες Τραγουδιού του Γιώργου Οικονομίδη, αισθάνονται άνετα σε ένα σύγχρονο πολιτιστικό τοπίο που ορίζεται από Σασμούς και Μαέστρους, εκπομπές μαγειρικής, TikTok influencers, trap και r’n’b σκυλάδικο. Φαίνονται επίσης να ξεχνούν ότι οι ταινίες της «χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου» [σημαντικό τμήμα της το διάστημα ‘67-’74] είναι πιο δημοφιλείς σήμερα απ’ ότι στην εποχή τους. Και ότι ο Νίκος Φώσκολος, ανδρωμένος στη διάρκεια της δικτατορίας, συνέχιζε να συσπειρώνει τηλεοπτικά πλήθη …deep into the 21st century…
Κατά τ’ άλλα, η αισθητική που προωθεί μαζικά από την τηλεόραση η “δημοκρατική” πολιτεία, εξακολουθεί να είναι η της [μειωμένης αντίληψης] μαθήτριας Δημοτικού, μεταγγισμένη στο mainstream από επιφανείς gay και μεγαλοκοπέλες των media.
Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το περί λογοκρισίας σκέλος: γιατί αν επί Χούντας, διαγράφονταν κάποιες σκηνές / σελίδες, με το κινηματογραφικό έργο / λογοτέχνημα να αφήνεται εν τέλει να κυκλοφορήσει, κουτσουρεμένο έστω, σήμερα, στην εποχή του πλουραλισμού και της πληροφορίας, άνθρωποι κινούμενοι εκτός πεπατημένης, είναι απλώς αόρατοι.
Ψάχνοντας κανείς διαφορές μεταξύ δικτατορικής τύπου ’67-’74 και σημερινής “δημοκρατικής” πολιτείας, πέρα απ’ την ύπαρξη στο πλαίσιο της πρώτης πολιτικών κρατούμενων *** βρίσκει δυο και μόνο : την παρωδία εκλογών, και το ότι ένα σαφώς μεγαλύτερο ποσοστό “πολιτών”, τότε, ήταν ικανοποιημένο.
Κατά τ’ άλλα, αν δεχτούμε την περιγραφή του Κυρίαρχου από τον Carl Schmitt ως “εκείνου που αποφασίζει για την εξαίρεση”, ορίζει δηλ. ποιοι είναι οι εχθροί της πολιτείας – των εσωτερικών συμπεριλαμβανομένων – και το ποια είναι η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, στο όνομα της οποίας οι “βασικές ελευθερίες” αναστέλλονται, τα πράγματα γίνονται απλά : αρκεί να αντικαταστήσουμε τον “κομουνιστικό κίνδυνο” της Χούντας με έννοιες όπως …η πανδημία και το καθήκον του εμβολιασμού, το climate change και οι θυσίες για τη σωτηρία του πλανήτη, η απαλλαγή από τον …ρατσισμό, την ξενοφοβία, την ομοφοβία, και όλα τα υπόλοιπα που συνθέτουν το εμετικό μενού της πολιτικής ορθότητας. Της πιο επικίνδυνης μορφής δικτατορίας που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Οι λόγοι που αυτό δεν γίνεται ευρέως αντιληπτό, είναι αφενός ότι ο “ανυπότακτος Έλληνας” συμμορφώνεται χωρίς τη βία στην οποία καταφεύγουν οι πολιτείες της Δύσης [Γαλλία, Ολλανδία etc]. Και αφετέρου ότι, έτσι κι αλλιώς, το …δημοκρατικό τόξο ελέγχει την αφήγηση.
* Τις τελευταίες μέρες της “κυβέρνησης” Ανδρουτσόπουλου, υπό το βάρος της καταστροφής στην Κύπρο, τα μέλη της δεν βρίσκονταν πουθενά: την είχαν κάνει με ελαφρά πηδηματάκια…
** Η μορφή που έλαβε αυτή η αντίσταση ήταν η των πάνδημων συναυλιών σε ποδοσφαιρικά γήπεδα, με τον Θεοδωράκη στο πόντιουμ της λαϊκής ορχήστρας, και το συνεπαρμένο πλήθος να κραυγάζει: “νάτη πετέται από ξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει…”
*** Ας μη συζητήσουμε τη σχέση αυτών των τελευταίων με το κοινοβουλευτικό πολίτευμα, και το τί ελευθερίες θα σέβονταν, αν βρίσκονταν στην εξουσία οι ίδιοι…
Discover more from OANNES
Subscribe to get the latest posts sent to your email.