Η Kanya King [φωτό], το άτομο που δημιούργησε στη Βρετανία τον θεσμό των MOBO [Music of Black Origin] Awards κάλεσε την κυβέρνηση να βοηθήσει στον έλεγχο του ρατσισμού στη …μουσική βιομηχανία.
Μια φράση όπως αυτή, ως επικεφαλίδα είδησης, θα έπρεπε να ακολουθείται από πλήθος θαυμαστικών. Αλλά στην εποχή της κυριαρχίας των “ειρηνικών protesters” – ταγμάτων εφόδου των BLM, τα θαυμαστικά βρίσκονται σε έλλειψη.
H ΚΚ, δήλωσε ότι θα έπρεπε να γίνουν περισσότερα για την υποστήριξη των μαύρων καλλιτεχνών, αλλά και για την προώθηση περισσότερων μαύρων executives στη μουσική βιομηχανία.
Σε “ανοιχτή επιστολή της προς τον υπουργό πολιτισμού” τονίζει: “όπως ξέρουμε, οι μαύροι και οι λοιπές μειονότητες πεθαίνουν σε δυσανάλογα ποσοστά στο πλαίσιο της κρίσης του κορωνοϊού, ως εκ τούτου, οι όποιες στρατηγικές εφαρμόζονται για την αντιμετώπισή του, θα πρέπει επίσης να βοηθούν στην καταπολέμηση της χειρότερης και από αυτόν πανδημίας: του …δομικού ρατσισμού που διέπει τις καθημερινές εμπειρίες των ατόμων με background στη μαύρη μειονότητα. Αυτό, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου που παίζουν στη μουσική βιομηχανία: το φαινόμενο δεν μπορεί πλέον να σπρώχνεται κάτω από το χαλί”.
Πριν μπούμε στην ουσία αυτής της δήλωσης, μια πολύ μικρή αναδρομή:
Από την τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα καθιερώνεται το είδος του λευκού μουσικού/φαν της μαύρης μουσικής, ο οποίος έμελλε, στα ’40s πλέον, να αρχίσει να φέρει υπερήφανα τον τίτλο του hipster. Η λέξη ουδεμία σχέση είχε με τα trendy νομιστεράκια των ’90s και εντεύθεν. Χαρακτηριστικά του αυθεντικού hipster είναι η αγάπη για τη jazz, αλλά και το ντύσιμο, την ομιλία, τις συνήθειες και τον εν γένει τρόπο ζωής των μαύρων μουσικών – συμπεριλαμβανομένης της τάσης προς το booze και τα ναρκωτικά. Ένας από τους πρώτους διάσημους hipsters, όχι ακριβώς …περιθωριακός, αλλά υπεύθυνος για την διείσδυση επιφανών της μαύρης κουλτούρας στο mainstream ήταν ο Bing Crosby. Ένας άλλος ήταν ο φυσικός διάδοχός του, Frank Sinatra.
Πριν την επίσημη εμφάνιση των hipsters, ένα συμπεριφορικό χαρακτηριστικό έχει αρχίσει να διέπει την προσέγγιση λευκών “διανοουμένων” στην jazz. Πολλοί από αυτούς επρόκειτο να παίξουν ρόλο στην δημιουργία trends και στις επιλογές της μουσικής βιομηχανίας. Όσο για το χαρακτηριστικό, αποτελεί προδρομικό φαινόμενο της τάσης …αυτομαστιγώματος που εξαπλώνεται στο σημερινό mainstream, σε Αμερική και Ευρώπη.
Πρόκειται για την τάση υποτίμησης των λευκών jazz μουσικών που “εκμεταλλεύονταν με εμπορικούς σκοπούς τη μαύρη κουλτούρα”, όντας βεβαίως “ανίκανοι” να σταθούν στο ύψος των original εκπρόσωπών της. Η αρχή θα γινόταν …απ’ το ξεκίνημα, με φιγούρες όπως οι Original Dixieland Jass Band, το πρώτο [δυστυχώς …λευκό] συγκρότημα που μπήκε σε στούντιο ηχογράφησης, και ο “βασιλιάς της jazz”, κορυφαίος bandleader Paul Whitehead, για τον οποίο έχουν χυθεί τόνοι δηλητηριασμένης μελάνης – σε πείσμα του τεράστιου σεβασμού που του έτρεφαν μαύροι καλλιτέχνες όπως ο …Duke Ellington.
Γεγονός είναι ότι, η υποτίμηση μουσικών όπως οι ανωτέρω λαμβάνει χώρα με σαφώς ρατσιστικά, εξωκαλλιτεχνικά κριτήρια. Και η τάση που διαμορφώνεται έκτοτε, βρίσκεται στη ρίζα τεραστίων δεινών που μαστίζουν, όχι μόνο τη μουσική, αλλά τον ευρύτερο δημόσιο χώρο, μέχρι σήμερα.
Πρόκειται για τη λατρεία της αυθεντικότητας, η οποία ως Νούμερο 1 ζητούμενο θα υποσκελίσει βαθμιαία [σήμερα πλέον, τελείως] την έννοια του ταλέντου, με τρόπο παρεμφερή εκείνου με τον οποίο ο ιδεολογικοποιημένος ανορθολογισμός και η κυριαρχία του “συναισθήματος” απειλούν τον δυτικό πολιτισμό στο σύνολό του.
Ποιος διαθέτει τον απαιτούμενο βαθμό αυθεντικότητας, ώστε να είναι το είδωλο σε μια λατρεία όπως αυτή; ο νέγρος μουσικός του περιθωρίου [η λέξη “γκέτο” έπρεπε να περιμένει τα ’60s για να μετοικίσει στην νέγρικη …από την εβραϊκή κουλτούρα]. Ένας άνθρωπος μαστιζόμενος από ελεεινές στερήσεις και [όντως] απαράδεκτες ρατσιστικές συμπεριφορές, δεν μπορεί παρά να είναι πιο “αυθεντικός”, τουτέστιν με “περισσότερο συναίσθημα” από οποιονδήποτε λευκό.
Οι λόγοι της κυριαρχίας της μαύρης κουλτούρας ως πρότυπου της λευκής, με αιχμή του δόρατος επιφανείς “λευκούς νέγρους” όπως ο Elvis, [ενώ οι μαύροι innovators καρπώνονταν σεμνά και ταπεινά το κάτι τι τους, στο περιθώριο της rock’n’roll έκρηξης], είναι αρκετά περίπλοκοι για να αναλυθούν εδώ.
Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το τελικό αποτέλεσμα αυτής της κυριαρχίας, συνδυασμένης με τη λατρεία της αυθεντικότητας: μέτρο της αξίας του λευκού μουσικού κατέληξε να αποτελεί, από μια εποχή και μετά, το πόσο πειστικά ακούγεται σαν νέγρος…
Θα επανέλθουμε στο θέμα που έχει τεράστιο ενδιαφέρον. Επιστρέφοντας στο “φλέγον ζήτημα” της καταπολέμησης του ρατσισμού στις music business: υποθέτει κανείς ότι ακόμα και ένα άτομο με το θράσος της Kanya King, δεν θα τολμούσε να μιλήσει για …περισσότερους μαύρους καλλιτέχνες, σε μια μουσική βιομηχανία που αποτελείται πλέον κατά βάση από τέτοιους, με τις “επιτυχίες” να αφορούν αποκλειστικά σχεδόν γελοιογραφίες β’ διαλογής μαύρων genres – θα έλεγε κανείς ότι σεβαστό μέρος της σύγχρονης μουσικής παραγωγής αποτελεί το “soundtrack” μιας παράστασης με πρωταγωνιστές τα καπούλια της Beyonce και της Rihanna.
Για όποιον άλλωστε έχει μια στοιχειώδη γνώση αυτού που λέμε “μουσική βιομηχανία”, και των στοχεύσεών της [θα ήταν λογικά αδύνατο αυτές να μην είναι “ιδεολογικές” = διαμορφωτικές προτύπων συμπεριφοράς] η ξεδιαντροπιά της Kanya King αποτελεί απόδειξη της διεστραμμένης υποκρισίας πίσω απ’ τον “αντιρατσιστικό” καρνάβαλο των Black Lives Matter.
Discover more from OANNES
Subscribe to get the latest posts sent to your email.
Κάπου πάντως μου φαίνεται ότι την καταλαβαίνω αυτή τη λατρεία της αυθεντικότητας, του να είσαι ο εαυτός σου και τα σχετικά. Για τα κατά φαντασίαν ανθρωποειδή που έχουν κατακλύσει πλέον τον πλανήτη, μια κατά το δυνατόν απλή, κανονική εκδοχή του homo sapiens θα πρέπει να είναι ό,τι κοντινότερο θα μπορούσαν να περιμένουν από μια εξωγήινη μορφή ζωής.
Πράγματι. Το θεμα είναι ποιοί πλασάρονται / χαιρετίζονται σήμερα σαν αυθεντκοί, καθώς η λατρεία συνδυάζεται με άλλα προτάγματα όπως το think outside the box, ή ο εξοβελισμός της εσωστρέφειας [“ανάγκη για έκφραση”]. Υπό αυτές τις συνθήκες, η φόρμουλα του “να είσαι ο εαυτός σου” ειναι συμπυκνωμένη στην επίκαιρη [βλ. ΑΒ Βασιλόπουλος] περίπτωση “Κοντσίτα”: κατασκευάζεις ένα εξεζητημένο “κάτι” που ορίζεις ως “εαυτό σου”. Στη συνέχεια το περιφέρεις, εν γνώσει των αντιδράσεων που θα προκαλέσει σε μια μερίδα ανθρώπων που αποτελούν πλέον [εν γνώσει σου επίσης] συρρικνούμενη μειονότητα.
Η πλειονότητα αφορά ανθρώπους τόσο μειωμένων αντιστάσεων που είναι σε θέση πλέον να καταπιούν οτιδήποτε εν ονόματι του authority που παρέχει η …αυθεντικότητα: από το “σήκω πάνω κάτσε κάτω” του “ειδικού” μέχρι την “επανάσταση” της Κοντσίτα και το θράσος του μετανάστη / πρόσφυγα.