Ανοίγω το στόμα μου κι αναγαλλιάζει το πέλαγος
Και παίρνει τα λόγια μου στις σκοτεινές του τις σπηλιές
Και στις φώκιες τις μικρές τα ψιθυρίζει
Τις νύχτες που κλαιν των ανθρώπων τα βάσανα.
Χαράζω τις φλέβες μου και κοκκινίζουν τα όνειρα
Και τσέρκουλα γίνονται στις γειτονιές των παιδιών
Και σεντόνια στις κοπέλες που αγρυπνούνε
Κρυφά για ν’ ακούν των ερώτων τα θαύματα.
Ζαλίζει τ’ αγιόκλημα και κατεβαίνω στον κήπο μου
Και θάβω τα πτώματα των μυστικών μου νεκρών
Και το λώρο το χρυσό των προδομένων
Αστέρων τους κόβω να περάσουν στην άβυσσο.
Σκουριάζουν τα σίδερα και τιμωρώ τον αιώνα τους
Εγώ που δοκίμασα τις μυριάδες αιχμές
Κι από γιούλια και ναρκίσσους το καινούργιο
Μαχαίρι ετοιμάζω που αρμόζει στους Ήρωες.
Γυμνώνω τα στήθη μου και ξαπολυούνται οι άνεμοι
Κι ερείπια σαρώνουνε τις χαλασμένες ψυχές
Κι απ’ τα νέφη τα πυκνά της καθαρίζουν
Τη γη, να φανούν τα Λιβάδια τα Πάντερπνα!
Discover more from OANNES
Subscribe to get the latest posts sent to your email.