ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΟΣ : THE SINGER, NOT THE SONG

Κάποια στιγμή, στα early ‘70s, στον κολοφώνα της δόξας του, ένας δημοσιογράφος ρώτησε τον Τόλη : «πώς εξηγείς το ότι είσαι ο πιο ακριβοπληρωμένος Έλληνας καλλιτέχνης; έχεις τόσο μεγάλη φωνή; είσαι τόσο πιο καλός απ’ όλους τους υπόλοιπους;» «δεν έχω μεγάλη φωνή» είχε απαντήσει μετριόφρονα εκείνος. «Αλλά τραγουδάω με πάθος».
Όπως καθένας που φτάνει στο
Νο 1 [όποιος κι αν είναι ο χώρος του] ο Τόλης Βοσκόπουλος είχε ένα amount ευφυίας, ακατέργαστης αλλά αρκετής για την επίτευξη του αντικειμενικού του στόχου. Η παραπάνω διαπίστωσή του ήταν ευφυής και προφητική.
Ο Βοσκόπουλος ήταν ο ερμηνευτής του μέλλοντος : κάποιος που «αναπληρώνει» τα καλλιτεχνικά του ελλείμματα κινητοποιώντας το στοιχείο του πάθους. Είτε
διαλαλώντας το [η γκάμα εκτείνεται από τον κλώνο / διάδοχο του ΤΒ Λευτέρη Πανταζή, μέχρι τον «ροκ» τελάλη Βασίλη Παπακωνσταντίνου *] είτε απλώς προκαλώντας το, επιδεικνύοντας …εξωκαλλιτεχνικά προσόντα [μια πλειάδα «σέξι» εκπροσώπων του ελαφρολαϊκού ιδιώματος **]
Το λένε και θρίαμβο της ποσότητας πάνω στην ποιότητα.
Στα early ‘70s, μαζί με τον έτερο σημαιοφόρο του πάθους,
Γιάννη Πάριο, o Βοσκόπουλος είναι ίνδαλμα των άρτι μετακινηθέντων στα αστικά κέντρα από την εληνική επαρχία. Ο πρώτος θα δώσει ένα στίγμα πιο «κοσμοπολίτικο», μεταγλωττίζοντας μεταξύ άλλων γαλλικά τραγούδια. Ο Τόλης μιλάει περισσότερο σε ανθρώπους που επιμένουν «λαϊκά» ανεξαρτήτως οικονομικής επιφάνειας. Συνδιαμορφώνει έτσι τον σουρεαλιστικό τρόπο με τον οποίο η ελληνική κοινωνία ανταποκρίνεται στο μήνυμα της «επανάστασης» των ‘60s, περί διάρρηξης των σχέσεων με τον καθωσπρεπισμό και το κοινωνικό πρωτόκολλο.
Το λένε και θρίαμβο του kitsch : δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Βοσκόπουλος ήταν πάνω απ΄ όλα προσωπικότητα του θεάματος. Ξεκίνησε από το θέατρο και τον κινηματογράφο. Η αύρα που «καθηλώνει» επί σκηνής είναι η αύρα ενός πρωταγωνιστή των μιούζικαλ.
Η κυριαρχία του
άρχοντα θα διαρκέσει πολύ περισσότερο και με πολύ μεγαλύτερη ένταση απ’ ότι μπορεί να φανταστεί ο μη έχων σχέση με τον κόσμο της «νυχτερινής διασκέδασης» *** Έμβλημά της επί σειρά δεκαετιών θα είναι η φράση – τίτλος τραγουδιού των Stones : “The Singer, Not The Song”.
Ο Βοσκόπουλος υπήρξε κλασικός
σταρ, περσόνα από αυτές που γίνονται αγαπητές, στην Ελλάδα ιδίως, για λόγους ανεξάρτητους της καλλιτεχνικής τους αξίας.
Από τον κατάλογο των επιτυχιών του, ένα τραγούδι [δική του σύνθεση] μου έχει αρέσει αληθινά, και το ακούω με νοσταλγία: “Αδέρφια Μου Αλήτες Πουλιά”. Όχι τόσο στην αυθεντική, δική του εκτέλεση, όσο σ’ εκείνην του σπουδαίου
Γιάννη Βογιατζή.
Υπάρχει όμως κι ένα άλλο, που οι στίχοι του αποτελούν …επιτομή της φιλοσοφίας του more and more [«faster, harder, louder» «altius, fortius, citius»…]. Μιας φιλοσοφίας που σήμερα, χρόνια από την κυκλοφορία του [1973], μας οδηγεί ολόισια
στον γκρεμό.
Μ’ αυτούς τους στίχους θα κλείσω το [μη] αφιέρωμα :

Ας είμαστε ρεαλισταί
τι κι αν υπήρξαμε ερασταί
στο βάθος τίποτα δεν νιώσαμε οι δυο μας
γιατί λοιπόν ανησυχείς
σαν άνθρωποι της εποχής
απλώς περάσαμε ωραία τον καιρό μας
 Κάτι άλλο
πιο μεγάλο
όλοι περιμένουνε
κι από χείλη σ’ άλλα χείλη
όλοι μας πηγαίνουμε
Κάτι άλλο πιο μεγάλο
όλοι περιμένουνε
που δεν έρχεται ποτέ
Ας είμαστε ρεαλισταί



* Η περίπτωση Βασίλη Παπακωνσταντίνου θα μπορούσε να περιγραφεί μισοαστεία-μισοσοβαρά ως …κομμουνιστική συνωμοσία για τη διαστρέβλωση του πνεύματος του ροκ, σε μια εποχή που το «τιμημένο» [μέλος του ο ΒΠ] δίνει το «thumbs up» σ’ ένα μουσικό είδος που καταδίκαζε πιο πριν σαν …προϊόν της στρεβλής ανάπτυξης του καπιταλισμού.

**…εκ της μεταλλάξεως [επιμειξίας με «ετερόκλητα στοιχεία»] του οποίου, προέκυψε το σκυλάδικο.

*** Μιλάμε για hardcore fans, έτοιμους να σκοτώσουν για τον Τόλη – είχα συναναστραφεί κάποιους στα ‘80s : εμείς «του ροκ» μπροστά τους ήμασταν ρυζόγαλα.

3
(Visited 66 times, 1 visits today)

Leave a Reply