Tο κόλπο με τις Μεγάλες Κυρίες και τους Μεγάλους Κυρίους του ελληνικού τραγουδιού – προσομοιώσεις λαϊκών ηρώων του παρελθόντος – ήταν στραβό εξ αρχής. Στην περίοδο της Χούντας εκδηλώθηκε εν πλήρει δόξει, με την εμφάνιση αοιδών, πολλοί / – ες απ’ τους οποίους / -ες δεν πληρούσαν καν τα τυπικά προσόντα, πουλώντας απλώς … sex appeal, «πάθος» και «συναίσθημα».
Αυτό δεν ήταν ακριβώς κακό για τους ανθρώπους των δισκογραφικών. Μπορούσαν από δω και πέρα να βασίζονται αποκλειστικά στις φίρμες, ευκόλως διαχειρίσιμες, μετατρέποντας συνθέτες και στιχουργούς σε… γαλατάδες [κατά την έκφραση του Άκη Πάνου].
Όλα αυτά έχουν αναλυθεί διεξοδικά. Αδιερεύνητο έχει μείνει εκείνο που επακολούθησε:
η ιδεολογική αντίδραση στην κυριαρχία των τραγουδιστών, εκδηλωμένη από μουσικοδιανοούμενους [γύρω κυρίως από το περιοδικό “Ντέφι”] και καλλιτέχνες με εναλλακτικές προτάσεις. Ξεκίνησε στα ‘80s και κορυφώθηκε στα ‘90s, με αιχμή του δόρατος το νεοπαγές τότε είδος των «τραγουδοποιών».
Πρέπει να πούμε σήμερα ότι η αντίδραση ήταν όχι μόνο εκτός θέματος [η κυριαρχία της βεντέτας δεν είναι η ασθένεια, αλλά το σύμπτωμα] αλλά έβλαψε ακόμα περισσότερο το ελληνικό τραγούδι.
Γιατί, καταφερόμενοι κάποιοι ενάντια στους μεγάλους τραγουδιστές, ξέχασαν ότι… είναι απαραίτητοι, όπως και οι μεγάλοι συνθέτες. Εξαφανίζοντας τον ένα, εξαφανίζεις και (τη δυνατότητα για) τον άλλο. Κατά τεκμήριο, ένα μεγάλο τραγούδι χρειάζεται μια μεγάλη φωνή. Μόνο αυτή μπορεί να αποδώσει λεπτομέρειες και αποχρώσεις, στις οποίες ακριβώς οφείλεται η… μεγαλοσύνη του. Το “φοβερό επιχείρημα” περί των μεγάλων τραγουδιστών που “απογείωναν” ότι μέτριο τραγουδούσαν, λειτουργεί και αντίστροφα: ένας μέτριος ή κακός τραγουδιστής μπορεί να καταστήσει μια κορυφαία μελωδία … μη ακροάσιμη. Ας φανταστούμε πχ. ένα αριστούργημα όπως το “Τι Θέλεις Από Μένανε” του Νικολόπουλου, στα χείλη του Χρήστου Θηβαίου ή του Μιλτιάδη Πασχαλίδη.
Ως αντίπαλο δέος στην κυριαρχία του τραγουδιστή-σταρ οι «τραγουδοποιοί» πρότειναν δικές τους χειροποίητες, “σεμνές” παραγωγές: παρειΐστικο κλίμα, ατημελησία, μέτριες, υποτονικές φωνές, επενδυμένες συνήθως σε πένθιμα τραγούδια που το στίγμα τους θα μπορούσε να περιγραφεί σαν μίξη κακοαφομοιωμένου Χατζιδάκι με κακοαφομοιωμένο ροκ και… κακοαφομοιωμένο Σαββόπουλο. Και βέβαια, δεν άργησαν να προβιβαστούν οι ίδιοι σε σταρ, ως “ποιοτική εναλλακτική πρόταση” από τις ίδιες πάντα δισκογραφικές – η διαφορά ήταν ότι …διατήρησαν τη φοιτητική περιβολή μέχρι βαθέως γήρατος και, μέσω αυτής, το βασικό ζητούμενο: “αυθεντικότητα”.
Το πρόβλημα ουσιαστικά παρέμεινε ίδιο, εντοπισμένο στο χαμηλό δημιουργικό επίπεδο. Απλώς στο εξής το συντηρούσαν, δίπλα στους δημιουργούς – κομπάρσους των τραγουδιστών, “εναλλακτικοί” ερασιτέχνες, με τραγούδια κομμένα και ραμμένα στις ευτελείς φωνητικές προδιαγραφές τους.
Διόλου τυχαία, ο Ορφέας Περίδης, με διαφορά ο αξιολογώτερος αυτής της γενιάς, είναι ίσως και ο μόνος με στόφα αληθινού τραγουδιστή.
Discover more from OANNES
Subscribe to get the latest posts sent to your email.