Μέσ’ στην αναμπουμπούλα που σήκωσε η ιερόσυλη δήλωση της “influencer”, πολλοί διεκδικούν επάνοδο σε μια επικαιρότητα που προφανώς τους έχει λείψει. Ο πρώην Δήμαρχος Μαραθώνα / μάνατζερ Ρουβά, παραβιάζει ανοιχτές θύρες, συμμετέχοντας στο λιντσάρισμα μιας κοπέλας που ούτε υποχρεωμένη ήταν να ξέρει τον κύριο Ξαρχάκο, ούτε και να μιλάει με δέος γι’ αυτόν. Χαρακτηριστικό του καλλιεργούμενου κλίματος στα σόσιαλ μιντια, είναι οι ουκ ολίγες αναρτήσεις που είδα περί “ειδικών” που πρέπει να επιληφθούν της υποθέσεως, και …πολιτείας που πρέπει να παρέμβη.
Πίσω στον ΗΨ – Xarchacos’ advocate και την εθνοσωτήρια ανάρτηση του : Ας υποθέσουμε ότι φτιάχνουμε μια κλίμακα “αξιολόγησης μουσικής προσφοράς” όπου μηδέν είναι η …Σούπερ Κική και άριστα ο Ξαρχάκος. Σε ποιό απ’ τα δυο άκρα θεωρεί ο ΗΨ ότι βρίσκεται πιο κοντά ο …Ρουβάς, να πούμε;
Η άποψή μου είναι ότι η προσφορά του τελευταίου καταγράφεται με αρνητικούς βαθμούς στην υποθετική μας κλίμακα – κάτω από αυτήν της Σούπερ Κικής : η “influencer”, μη ασχολούμενη με τη μουσική, αφήνοντάς την δηλ. ανέπαφη, “προσφέρει” περισσότερα σ’ αυτήν από τον κύριο Ρουβά [δηλ. τον κύριο Ψινάκη] ο οποίος την βλάπτει. Αυτό, μετατρέποντας το μουσικό γεγονός σε “υπερθέαμα” * και το φαινόμενο “ερμηνευτής” σε pin up boy – μηχανή εξαργύρωσης προεφηβικών ονειρώξεων.
[Άσχετο με τα παραπάνω:] Ο κύριος Ψινάκης μου είναι συμπαθής για την ευρεσιλογία και το χιούμορ του. Και, “ανθρώπινα” που λένε, αντιλαμβάνομαι την αγανάκτησή του : είναι ο απευθείας πρόγονος της “influencer”, στο πρόσωπό της οποίας βλέπει την παρακμή του δικού του είδους. Κι απ’ την οποία αισθάνεται, λογικά, εκτοπισμένος.
* Η μνημειώδης αναφώνηση του Νίκου Μουρατίδη, πρωτοαντικρύζοντος τον Σάκη επί το έργον.
(Visited 146 times, 1 visits today)
Discover more from OANNES
Subscribe to get the latest posts sent to your email.
Σε αντίθεση πάντως με άλλες νεαρές κορασίδες, η συγκεκριμένη δεν ψάρωσε από τη βλοσυρή γοητεία του.. ώριμου συνθέτη. Και για να πω την αμαρτία μου, ψιλoγέλασα με το βίντεο. And it takes a lot to lough.
Κι εγώ το ίδιο. Μια χαρά ξηγιέται το τυπάκι κι ας τους να δια-κουρεύονται.
Μιλάμε τώρα για άτομο που “διευθύνει” παραληρώντας πέντε μπουζουκτσήδες που παίζουν τη Φραγκοσυριανή, με ταβερνόβιους να απαθανατίζουν το στιγμιότυπο [ένας από αυτούς ακούγεται να ψιθυρίζει “μέγιστε…”], ξεσπώντας σε χειροκροτήματα άμα τη λήξει της παντομίμας. Μεγαλύτερη [αυτο-]γελοιοποίηση από αυτή δε θα υπήρχε, σε μια χώρα νορμάλ ανθρώπων και όχι μεταλλαγμένων.
Εξάλλου δεν είπε απολύτως τίποτα για τη μουσική του, την οποία προφανώς και άκουσε στα πλαίσια της δουλειάς της ως γκαρσόνας και κατά πάσα πιθανότητα εκτίμησε. Το στυλ και τους τρόπους του κατάφερε να γελοιοποιήσει, πράγμα που αποτελεί κατόρθωμα, δεδομένου ότι κανονικά βγάζουν γέλιο από μόνοι τους. Με την ανθρώπινη πλευρά του ασχολήθηκε δηλαδή και όχι με την καλλιτεχνική. Τουτέστιν το κοράσιον – που έχει ένα ενδιαφέρον βιογραφικό – τήρησε με αυστηρότητα μια λεπτή διάκριση που προφανώς είναι παντελώς άγνωστη στους επικριτές της. The men don’t know, but the little girls understand.
Θα θυμάσαι ίσως την καρα-μουρτζούφλικη φάτσα του Μάρκου, όπως εμφανίζεται σε μια ελληνική ταινία [δεν θυμάμαι ποια] – μέλος λαϊκής ορχήστρας συνοδεύουσας τραγουδιστή εποχής.
Θα είχε πλάκα ως δια μαγείας να μπορούσε να παρακολουθήσει το στιγμιότυπο με το μαέστρο και τα ζούκια να παίζουν το τραγούδι του – αναρωτιέμαι τί έκφραση θα έπαιρνε το πρόσωπο του ανθρώπου.
Το σκηνικό μού θυμίζει τη γνωστή παρωδία του Σιδηρόπουλου για το Μίκη:
https://youtu.be/hGpUuOHgaGo
Το τραγουδάκι έχει την πλάκα του, αποδεικνύοντας [αν χρειαζόταν απόδειξη] ότι ο οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει πλάκα με τον οποιοδήποτε γιατί…έτσι του αρέσει. Το ότι τα μουσικά μεγέθη έχουν [όσο να’ ναι] “κάποια” διαφορά δεν έχει σημασία.
Εννοείται ότι πρότυπο της σοβαροφάνειας του θεόπνευστου δημιουργού υπήρξε ο κυρ- Μίκης, τον οποίο έχω ακούσει να αντιπαραβάλει τον εαυτό του με τους Σοστακόβιτς [από τους μεγαλύτερους συνθέτες του 20 αι.] και Προκόφιεφ […χαλαρά ο μεγαλύτερος]. Ο Μαρκόπουλος άλλωστε έχει αναφερθεί εν πλήρει σοβαρότητι στον “Μπετόβεν και άλλους συναδέλφους”.
Η πλάκα είναι ότι, κατά την άποψή μου τουλάχιστον, το συγκεκριμένο είδος, έντεχνο λαϊκό [δεν εννοώ των “τραγουδοποιών” των ’90s] πέρα από το ψευδεπίγραφον της υποθέσεως, ευθύνεται σε μέγα βαθμό για τη δημιουργία – γιγάντωση του σκυλάδικου, δίκην “απενοχοποιημένης” λαϊκής αντίδρασης στη μεγαλομανία των μουσουργών. Η οποία φυσικά είχε “εκτοξευτεί” στο κλίμα της μεταπολιτευτικής περιόδου και της κατόπιν εορτής “αντίστασης”.
Είναι η πιθανότερη εξήγηση, σε συνδυασμό με την απενοχοποιημένη αυτοπεποίθηση του ελληναρά της εποχής του χρηματιστηρίου, την οποία εξέφραζε το σκυλάδικο στην ακμή του. Το νακούει ένας νέος τέτοια μουσική στα 80s ας πούμε θεωρούνταν ντροπή. Το είδος ακολούθησε φθίνουσα πορεία μετά τη χρεωκοπία και σήμερα έχει αντικατασταθεί από την τραπ.