Παρακολουθώντας κάποιος τις συζητήσεις των τηλεοπτικών πάνελ, καταλήγει στο ότι λειτουργούν με τρία ζητούμενα:
Το πρώτο είναι η “ένταση”, πανταχού παρούσα, αντίδοτο στα …χασμουρητά που εκ προοιμίου συνεπάγεται η νηφάλια αντιπαράθεση. Αυτό δεν ισχύει μόνο εδώ, αλλά σε κάθε πτυχή της δημόσιας και της αρειμανίως δημοσιοποιούμενης ιδιωτικής ζωής. Ακόμα και οι στιγμές χαλάρωσης τονίζονται, στεντορεία φωνή, με πηχιαίους τίτλους και βελάκια που αναβοσβήνουν…
Το δεύτερο είναι να ακούγονται “εκείνα που πρέπει”, σερβιρισμένα σε ψευδο-δίπολα, στο πλαίσιο ενός τελετουργικού που βαυκαλίζει τον πολίτη ότι γίνεται κοινωνός δημοκρατικού διαλόγου. Απόψεις εκτός “πλαισίου συναίνεσης” δεν ακούγονται ποτέ.
Τρίτο και βασικότερο: δεν βγαίνουμε να μιλήσουμε, αλλά να σαλιαρίσουμε. Κάποιοι φοβούνται όπως ο διάολος το λιβάνι, το συμπέρασμα. Οι ερωτήσεις πρέπει να μένουν αναπάντητες, ο τηλεοπτικός χρόνος να γεμίζει πασαλείματα, αυτοσχεδιασμούς και ημιτελείς φράσεις.
Στην υποθετική περίπτωση που ένας συζητητής, θα έσπαγε το “μούμπλε μούμπλε”, και θα έδινε επιτέλους λύση, μη επιδεκτική αμφισβήτησης …εφιαλτική αμηχανία θα έπεφτε στην ομήγυρη, με επκεφαλής τον σκηνοθέτη.
Γιατί η λειτουργία των πάνελ συνοψίζεται στη γλοιώδη επωδό με την οποία η κυρία Αναστασοπούλου κλείνει τη συζήτηση, περνώντας σε διαφημίσεις: “Εδώ θα είμαστε να τα λέμε”…
Discover more from OANNES
Subscribe to get the latest posts sent to your email.