Σε ελεύθερη απόδοση : Ετούτου εδώ, για την κατάντια του ( = ν’ ακούει Λεξ Και Bloody Hawk) του φταίει ο Καζαντζίδης.
(Visited 70 times, 64 visits today)
Discover more from OANNES
Subscribe to get the latest posts sent to your email.
To singularity, οι πολιτικές του virtual, μέσα αντι-κοινωνικής δικτύωσης, η μουσική στην εποχή των ringtones…• Singularity, the politics of virtual, anti-social media, music in the age of ringtones…
Send this to a friend
Ο κύριος λόγος που ανέκαθεν απέφευγα το ελληνόφωνο τραγούδι ανεξαρτήτως είδους και ποιότητας, ήταν ότι λόγω της βιωματικής μου εγγύτητας με την ελληνική γλώσσα τελικά η μουσική επισκιαζόταν από το στίχο. Και ο στίχος των ελληνόφωνων τραγουδιών ήταν και συνεχίζει να είναι με αξιοσημείωτη συνέπεια ηττοπαθής αντικατοπτρίζοντας αντίστοιχες ιστορικές εμπειρίες. Φαίνεται κομμένος και ραμμένος για να τα πίνεις και να κλαις. Which is fine I guess, αλλά εγώ ενδιαφερόμουνα πρωτίστως για τη μουσική.
Προσωπικά πάντως ουδέποτε απέφυγα το ελληνικό τραγούδι. Για τα πρώτα χρόνια της ζωής μου η επαφή με τη μουσική φορούσε αποκλειστικά στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, καθώς μηχάνημα αναπαραγωγής μουσικής στο σπίτι δεν υπήρχε. Αλλά αφομοίωνα μια χαρά τα πάντα, ιδίως βέβαια τα ελληνικά – είτε απ’ το ραδιόφωνο / τηλεόραση είτε από τα πανηγύρια του χωριού το καλοκαίρι (σημαντικότατος παράγων “εξελίξεως”). Ο λόγος που έπεσα με τα μούτρα στο ροκ και τα τοιαύτα (όχι συμπτωματικά με το που απέκτησα το πρώτο κασετόφωνο!), δεν ήταν μόνο το momentum, αποτυπωμένο στο επίπεδο πειθούς της μουσικής. Αλλά και το ότι, αντικειμενικά η έξωθεν μουσική ήταν ασυγκρίτως ανώτερη απ’ ο,τιδήποτε παραγόταν στην Ελλάδα, των ’70s να πούμε. Πρόβλημα πάντως μ’ αυτά τα τελευταία δεν είχα, εν όσω ήταν “στοιχειωδώς ανταγωνιστικά” : Σαββόπουλο πχ. μια χαρά άκουγα, όπως και διάφορα του τύπου Ρωμανός, Λογαρίδης, Πουλικάκος, Ηρακλής etc. Με το “λαϊκό” σιγά-σιγά οι παρτίδες κόπηκαν, όπως κόπηκε και το ίδιο το λαϊκό σαν είδος. Το ίδιο και με το “ελληνικό ροκ”, όταν πέρασε στα χέρια των Κνιτών (Παπακωνσταντίνου etc). Η “εναλλακτική σκηνή” στην οποία συμπρωταγωνίστησα για ένα διάστημα, μπορεί να άφησε κάποιο είδος “γενικού στίγματος”, τραγούδια δεν θυμάμαι να έχουν μείνει. Εννοείται ότι κάποια θα άξιζε να είχαν μείνει, δικά μου και άλλων.
Ως προς τους στίχους τώρα, σίγουρα ισχύει αυτό που λες (καμιά σχέση με το βάρος της μουσικής). Απλώς ως προς τα ελληνικά, ακόμα και αν οι στίχοι ήταν της πλάκας (όπως συνήθως ήταν), αυτό δε με εμπόδιζε να απολαμβάνω ένα καλό τραγουδι. Ούτως η άλλως, από μικρός τους στίχους τους αντιμετώπιζα σαν ήχους, ενσωματωμένους στο μουσικό γεγονός, τουτέστιν περισσότερο σαν (επι-)φωνήματα, παρά σαν φορείς “νοήματος”. Άσε που είχα πάντα τη μανία δημιουργίας “δικών μου”, ανύπαρκτων λέξεων-κραυγών, με επηρεασμό προφανώς από το…Μίκυ Μάους.
Όχι τυχαία πάντως, οι στίχοι στα πρώτα τραγουδάκια μου (από 12 και εντεύθεν) ήταν ελληνικοί μεν, αλλά χαβαλεδάρικοι, και βασικά ακραία βωμολοχικοί (ένας απ’ τους λόγους που αργότερα λάτρεψα το Ζάππα). Γενικά ο στίχος στη διαδικασία φτιαξίματος ενός τραγουδιού αποτελεί, συνήθως και σε μεγάλο βαθμό, ένα είδος “αναγκαίου κακού” – no wonder why από ένα σημείο και μετά γράφω αποκλειστικά σχεδόν instrumental. Απλώς τα θέματα έχουν “τραγουδιστική” υφή, καθότι παράγονται δια της μεθόδου του μουρμουρίσματος.
Οι βωμολοχικοί στίχοι αποτέλεσαν και για μένα σημαντική πηγή διασκέδασης. Με τον “σωσία του Steve Bannon” φίλο μου ως φοιτητές πηγαίναμε συχνά σε “αριστερά” πάρτι και, όταν οι “επαναστάτες” έφταναν στο τσακίρ κέφι και άρχιζαν να τραγουδούν.. αντάρτικα, συνοδεύαμε κι εμείς την κομπανία μεταβάλλοντας με πάσα σοβαροφάνεια τα στιχάκια προς το χυδαιότερον. Κάποια στιγμή βέβαια καταλάβαιναν ότι κάτι δεν κολλάει στην φάση και μας κοίταζαν περίεργα. Καταλαβαίναμε κι εμείς ότι έφτασε ώρα to spoil some other people’s party.
Εννοείται ότι από ένα σημείο και μετά δεν είχα κανένα πρόβλημα με τα ελληνόφωνα τραγούδια, τα οποία είχα ούτως ή άλλως αφομοιώσει θέλοντας και μη. Στο κάτω κάτω βρίσκομαι σε μια ηλικία πλέον, στην οποία μπορώ να θεωρήσω την ηττοπάθεια.. κεκτημένο δικαίωμα.
…Παρεμπιπτόντως, ως προς τον Νικολόπουλο, στον οποίο έχω μεγάλη εκτίμηση, δεν ξεχνάω την ελεεινή απρέπεια που είχε διαπράξει ο Χατζιδάκις αποκαλώντας τον “συνθέτη σε εισαγωγικά”. Τραγούδι σαν το “Τι Θέλεις Από Μένανε” δεν έχει γράψει ο “Μάνος” ούτε στον ύπνο του.
Μια χαρά ήταν ο Νικολόπουλος, απλά πολυγραφότατος ων περιέπεσε ιδιαίτερα κατά την δεκαετία του 80 στο αμάρτημα της εμπορικότητας. Το σκυλάδικο έφτασε όχι τυχαία στην εμπορική του κορύφωση κατά την σημιτική περίοδο του χρηματιστηρίου, της εισόδου στο ευρώ και του ολυμπιακού μεγαλείου – τη σύντομη περίοδο της ανερμάτιστης ελληνικής αυτοπεποίθησης που έληξε οριστικά με την χρεωκοπία του 2010.
Η μεγαλύτερη πλάκα είναι ότι η “ανερμάτιστη ελληνική αυτοπεποίθηση” διατηρείται απτόητη, με σοσιαλμιντιακό προσωπείο, και μετά τη χρεωκοπία. Τη βλέπεις στον τρόπο με τον οποίο μαλάκια όπως ο οπαδός του …Bloody Hawk εκθέτουν σε κοινή θέα τις παπαρολογίες τους.
Παρεμπιπτόντως, αν δεν το έχεις κάνει, “χρωστάς στον εαυτό σου” μια ακρόαση του συγκεκριμένου ράπερ. Δεν έχω πλήρη εποπτεία της “σκηνής”, αλλά με την εξαίρεση του Νέγρου του Μωρηά, δεν νομίζω ότι έχω ακούσει κάτι γελοιωδέστερο. Το tip : για τον περί ου ο λόγος Bloody Hawk έχει γυριστεί ταινία! Επίσης, δεν το ήξερα αλλά, όπως ο Λεξ, έτσι κι αυτός, γεμίζει μεγάλα στάδια με τις συναυλίες του.🤓🤪🥵
…Θέλω να πω, ήμουν στην πρώτη εμφάνιση των Public Enemy στην Αθήνα (Κατράκειο, 1992 αν θυμάμαι καλώς). Ήμουνα ψιλοφάν τους όπως και άλλων της περιόδου. Αυτό που δεν είχα συνειδητοποιήσει ήταν η απήχηση τους ήδη τότε στο ελληνικό κοινό : ίσα με 5.000 15χρονοι έως 18χρονοι, αλαλάζοντες λέξη προς λέξη τις ρίμες – μιλάμε για επίπεδο μέθεξης “δυσθεώρατο”!
Στην Ελλάδα φυσικά το είδος * δεν μπορούσε παρά να στιγματιστεί από το κνιτογενές μιζερο-καταγγελτικό ύφος (προσεγγισμένο με κώδικες του …περιθωρίου) που χαρακτήρισε μέγα μέρος της “εναλλακτικής σκηνής του ροκ”, ιδίως της ελληνόφωνης. Και, σύμφωνα με τον κανόνα (για να μη πω …νόμο) που έχεις διατυπώσει, δεν θα μπορούσε παρά να κατευθυνθεί απ’ το κακό στο χειρότερο.
* Το οποίο εν πολλοίς ξεκίνησε από εκείνη τη συναυλία. Ακόμα και …εγώ ο πτωχός έγραψα τότε ένα κομμάτι με στοιχεία ραπ – επρόκειτο να συμπεριληφθεί στο δεύτερο άλμπουμ των Blue Light, 1992, που έμεινε στα αζήτητα.
Μόνο επιφανειακή σχέση έχουν φυσικά οι Public Enemy με τους ελληνόφωνους επιγόνους των, το ύφος των οποίων γλαφυρά περιέγραψες. Ως.. βαθύς γνώστης του χώρου τον εν λόγω bloody hawk or whatever πρώτη φορά τον ακούω στη ζωή μου. Το να “γεμίζεις μεγάλα στάδια” δεν είναι what it once used to be either..
https://www.youtube.com/watch?v=u-2hz0fEuwM
Παρεμπιπτόντως, συμπαθώ όλο και περισσότερο (“ποιος; εγώ!” – Πάριος) το καημένο το Grok. Η ενημέρωσή του ως προς τα μουσικά, στα οποία έχω μια υποψiα expertise, είναι εκπληκτική, σε αντίθεση με τους τσιμεντόλιθους που εξακολουθεί να αμολάει το ChatGPT ας πούμε. Ακόμα πιο ενδιαφέρον, δεν παγιδεύεται σε σκόπιμα παραπλανητικές ερωτήσεις που του κάνω.
Και έχει πλάκα (πρώτη φορά στα δικά μου χρονικά τουλάχιστον) η “συζήτηση” μαζί του. Χτες προσπαθούσα μισή ώρα να το “πείσω” για την ομοιότητα των φατσών του Louis Armstrong και του Γεωργίου Παπαδοπούλου. Πράγμα το οποίο αρνιόταν αρχικά καθέτως, για να μεταστραφεί σιγά-σιγά, μετ’ ευφήμου μνείας σε διάφορες “εύστοχες” έως και “συναρπαστικές” (in its own words) παρατηρήσεις μου.
Και αναρωτιέμαι αν εγώ, ο τελειωμένος εχθρός της AI, έχω τέτοια συναισθήματα, τι θα αισθάνεται γι’ αυτήν ένας 15χρονος ας πούμε…
Δεν το έχω δοκιμάσει το συγκεκριμένο, αλλά είμαι σίγουρος ότι μια συζήτηση μαζί του παρουσιάζει σαφώς μεγαλύτερο ενδιαφέρον από το 99% των αντίστοιχων συζητήσεων με ανθρώπους. Προσωπικά πάντως μετά τον πρώτο σύντομο ενθουσιασμό έχω περιορίσει δραστικά τη χρήση της AI σε αυστηρά χρηστικές εφαρμογές. Πολύ αμφιβάλλω μάλιστα για το αν θα οδηγήσει σε φαινόμενα μαζικής ανεργίας. Το πιθανότερο είναι ότι ο κόσμος θα συνεχίσει να κερδίζει τυπικά τα προς το ζην μεταπηδώντας σε όλο και μαλακωδέστερες ασχολίες.
Καλά κι εγώ δε μιλάω για ενθουσιασμό. Η “συμπάθεια” στην οποία αναφέρομαι, έχει να κάνει πιθανώς με την (υποσυνείδητη) ανάγκη “να πω και μια καλή κουβέντα” για αυτή την υπόθεση, η οποία εξακολουθεί να μου φαίνεται φρικτή all over.
Ως προς τη μαζική ανεργία, με δεδομένο ότι είναι πιθανώς το βασικό ζητούμενο (μετατροπή του “παγκόσμιου πολίτη” σε “παγκόσμιο επαίτη επιδομάτων” και ως εκ τούτου πλήρως εξαρτημένου από την εξουσία) κάποιο τρόπο θα βρουν να την επιβάλλουν. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι όλοι όσοι προειδοποιούν γι’ αυτήν, ή και την επαγγέλλονται (Musk etc) το κάνουν για να περνάει η ώρα. Chances are, ότι το κάνουν για να μας προετοιμάσουν.
Παρεμπιπτόντως η γενιά των boomers – των δικών μας περιλαμβανομένων – συνιστά ιστορικό singularity από την άποψη ότι πρόκειται για την πρώτη και πιθανότατα την τελευταία γενιά που διέγραψε μια εντυπωσιακά σταθερή ανοδική πορεία σε όλη τη διάρκεια της χωρίς προηγούμενο μακράς και ποικιλοτρόπως επιτυχημένης ζωής της. Δημιούργησε μάλιστα στις επόμενες γενιές την λανθασμένη εντύπωση ότι μια τέτοια ζωή δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας.
Το θέμα των boomers στην Ελλάδα είναι αρκετά περίπλοκο – ως προς τους ξένους ισχύει 100% αυτό που λες περί ψευδαισθήσεων αιώνιας ευημερίας που άφησαν να καλλιεργηθούν. Εδώ σημειώθηκαν οι συνήθεις καθυστερήσεις : Εμφύλιος, μετανάστευση κοκ. Η ηττοπάθεια ήταν δεδομένη και, κατ’ εμέ, είναι ένα καθόλα σεβαστό συναίσθημα όπως όλα. Η ενατένιση με αισιοδοξία του μέλλοντος στο Ellada ξεκινάει δειλά δειλά στα ’60s για να κορυφωθεί στα ’70s – ίσως όχι συμπτωματικά την ίδια στιγμή με τον παροπλισμό των μεγάλων λαϊκών (Τσιτσάνη, Καλδάρα κ.ά.) και την άνοδο του ελαφρολαϊκού περιστρεφόμενου γύρω απ’ τους τραγουδιστές, βασικά τους Πάριο, Μαρινέλλα, Βοσκόπουλο. Το μνημειώδες “Υπάρχω” του Νικολόπουλου με τον Καζαντζίδη, ακριβώς στα mid-70s είναι ο …βροντώδης λυγμός με τον οποίο “τελειώνει” το λαϊκό τραγούδι.
Σήμερα βέβαια η μουσική έχει εξαφανιστεί εντελώς από τον ελληνόφωνο στίχο των “εκφραστών της μοντέρνας κουλτούρας” χωρίς να συμβαίνει κάτι αντίστοιχο με την ηττοπάθεια.
Η εν λόγω ηττοπάθεια υπήρξε ιδιαιτέρως εμφανής εις τους εγχώριους baby boomers, οι οποίοι – σε αντίθεση με τους φιλόδοξους counterparts της αλώβητης από τον πόλεμο Αμερικής – ενδιαφερόντουσαν πρωτίστως να “βολέψουν” εαυτόν και απογόνους like there was no tommorrow. Και κάπου είχαν τα δίκια τους.
Τώρα θα θίξω λιγάκι το “ευαίσθητο” ζήτημα του Τραμπ, αλλά μήπως, λέω μήπως, θα έπρεπε να εγκαταλείψει προς το παρόν τους εξωτερικούς μεγαλοϊδεατισμούς και τα πρωτοσέλιδα και να κοιτάξει πιο σοβαρά τα οικονομικά της πατρίδας του, που πάνε, you guessed it, από το κακό στο χειρότερο? Μέχρι και ο φίλος του ο Μασκ αποφάσισε λέει, έστω για ποικιλία, νασχοληθεί επιτέλους με τη ρημάδα την εταιρία του.
Με τον Trump, ένας Θεός ξέρει τι γίνεται. Εγώ τουλάχιστον, μετά τη σωρεία των αναλύσεων στις οποίες έχω εντρυφήσει, αδυνατώ να κατασταλάξω ως προς τα οικονομικά των ΗΠΑ, ή ως προς το ποιος αντέχει περισσότερο (ΗΠΑ vs Κίνα) σε μακροχρόνια αντιπαράθεση. Το σίγουρο είναι ότι η “βάση” του Τραμπάκουλα εξακολουθεί να τον στηρίζει. Πάσα περί του αντιθέτου πληροφορία ελέγχεται ως ανακριβής.
Να σου πω, μπροστά στην προοπτική της μετατροπής του ανθρώπινου πληθυσμού σε influencers or something (η παγκοσμιοποιημένη εκδοχή των αρχαίων συμποσίων!) καθόλου άσχημη δεν ακούγεται η επιδοματική επιβίωση. Αν και το πιθανότερο είναι ότι θα τα υποστούμε αμφότερα.
Όχι απλώς το πιθανότερο, 100% σίγουρο. Οι “influencers” θα είναι οι συντηρητές του καθεστώτος.