«Τρέχω σ’ όλη την Ευρώπη απ’ την παλιά μου γειτονιά, yeah / Μη μιλάς αν δε μιλήσεις σωστά (σωστά) / Κόκκινα χαλιά, ντυμένος κομψά, και / Αν με πληρώσεις, δώσ’ τα μου όλα μπροστά (μπροστά) / Έχουν περάσει αυτές οι μέρες που εγώ κι οι δικοί μου ήμασταν / Comsi, comsa / Στα καλύτερά μου, έχω πουτάνες και φράγκα μες στην τσέπη / Comsi, comsa (comsa) / Ah (ah)»
«Σ’ όλη την Ελλάδα, yeah / Βγάζουμε τα φράγκα yeah / Από Περισσό παντού (από Περισσό παντού)»
Ο Sin Boy παραείναι γελοίος γα να ασχοληθεί κανείς μαζί του.
Αξίζει να γίνεις δυσάρεστος, γράφοντας δυο λόγια για το φαινόμενο που αντιπροσωπεύει: fake καλλιτέχνες απευθυνόμενοι σε fake ακροατές, με μεσάζοντες fake δημοσιογράφους, των οποίων τα ορνιθοσκαλίσματα ούτως ή άλλως δεν έχουν σημασία, για “ακροατές” που εκφράζονται με καρδούλες και thumbs up στα social media.
Με την κυκλοφρία του άλμπουμ [Ka Gu Ras], οι σοβαρότεροι των μουσικογραφιάδων, περιέρχονται σε αμηχανία: από τη μια πρέπει να κρατήσουν τα προσχήματα [δύσκολο να υποστηρίξεις τον Sin Boy όταν έχεις καθυμνήσει την Λένα Πλάτωνος, ας πούμε] από την άλλη οφείλουν να φυλάν τα νώτα τους: σ’ αυτό το χώρο, ό,τι χειρότερο μπορεί να σου συμβεί είναι να κατηγορηθείς ως irrelevant – “κωλόγερος” που έχει μείνει πίσω. Ως εκ τούτου, ψάχνουν να βρουν τα θετικά του “ράπερ”. Πχ. το ότι “δικαιούται την επιτυχία γιατί έχει δουλέψει σκληρά”, ότι “τα κατάφερε μόνος του”, κλπ. – λες και τα ανωτέρω ισχύουν, ή και αν ίσχυαν, θα σήμαιναν κάτι.
Προσωπικά, επιμένω να ασχολούμαι με τη μουσική. Με ό,τι ειναι irrelevant με τη μουσική, προτιμώ να είμαι irrelevant.
Συζητώντας με ένα φαν του Sin Boy, δεν αργείς να αντιληφθείς το “επίπεδό” του, που δεν μπορεί να διαφέρει από εκείνο του ίδιου του “ράπερ”: επίπεδο μαλάκιου. Μπορείς ελεύθερα να αγνοήσεις τις απόψεις ενός μαλάκιου. Όταν όμως αντί για ένα έχεις μπροστά σου …εκατομμύρια, υπό μορφήν posts και likes, τότε, για κάποιο λόγο, η “άποψή” τους αποκτά αξία… Ή μήπως όχι;
Η δραστηριότητα του SB υπάγεται σε ένα ευρύτερο κόνσεπτ που θα μπορούσε να τιτλφορείται: όλα για τη δημοσιότητα. Δεν είναι περισσότερο “καλλιτεχνική” από εκείνη οποιουδήποτε “επιδραστικού” youtuber, με οτιδήποτε και αν καταγίνεται.
Ενδιαφέρον έχει το γιατί το ραπ εξακολουθεί να έχει τόσο μεγάλη απήχηση, τείνοντας να εξαφανίσει κάθε είδος από την επιφάνεια του πλανήτη… Μια πρώτη διαπίστωση είναι ότι δεν έχει καμιά σχέση μ’ εκείνο που ήταν στα ’70s, ή στα ’80s. Έχασε προ πολλού την κοινωνική αιχμή του, “αποκαθάρθηκε” από επικίνδυνες πτυχές, και χρησιμοποιείται σε μια εκχυδαϊσμένη μορφή [αυτό που κατέληξε να είναι το gangsta rap] ως μέσο πνευματικής καθήλωσης… Αυτό που υπήρξε το ατού του, η ρέουσα, τραχειά γλώσσα του δρόμου, που στο στόμα ενός Chuck D τσάκιζε κόκαλα, κατέληξε να είναι τοξικό: μέσω της “λείανσης” και της “προσαρμογής” στις απαιτήσεις της show business, ο εστιασμός στη γλώσσσα προκαλεί τελικά το φτώχεμα και την καταστροφή της. Η θεματολογία του ραπ αφορά σήμερα μια ακατάσχετη λογοδιάρροια γύρω από τα ίδια πάντα θέματα, εκείνα που απασχολούν …και τον Sin Boy: λεφτά, ναρκωτικά, πουτάνες.
Από την άλλη, το είδος είχε εξ αρχής μικρότερη σχέση με τη μουσική, από οποιοδήποτε άλλο – παράμετρος λίαν βολική σε μια κοινωνική συνθήκη όπου οι πάντες ενθαρρύνονται να ανακαλύψουν μέσα τους τον καλλιτέχνη, που θα πει: την δυνατότητα να γίνουν διάσημοι, βρίσκοντας μια ιδιωτική έξοδο κινδύνου. Η γλώσσα του star system υπήρξε πάντα δισυπόστατη. Από τη μια υμνεί τον μέσο άνθρωπο, από την άλλη τον ξεκατινιάζει: ο ανώνυμος σερβιτόρος απ’ τα Λιόσια είναι σεβαστός και αξιοθαύμαστος. Όχι βεβαίως γι΄αυτό που είναι, όπως [τον αφήνουν να] νομίζει. Αλλά για την “εγγενή” δυνατότητά του να γίνει …σταρ. Δηλαδή: να ξεφύγει απ’ τη “μιζέρια” που αποτελεί το να είσαι ένας [σεβαστός και αξιοθαύμαστος κατά τ’ άλλα…] ανώνυμος σερβιτόρος απ’ τα Λιόσια.
Μα έχει και παρακάτω: γιατί το να γίνεις σταρ δεν αφορά κάποιο ταλέντο [was ist das?], ούτε καν όρεξη για δουλειά… Αφορά την εξυπηρέτηση δομών που επιβάλλουν συγκεκριμένες καταστάσεις. Τέτοιες στη σύγχρονη εποχή είναι οι “πλατφόρμες” των ηλεκτρονικών media, για την περίπωση, εδώ, το Spotify, τα charts του οποίου σαρώνει ο Sin Boy. Αυτού επί της ουσίας διαφήμιση αποτελεί η “επιτυχία” του. Γιατί κάθε δομή εργάζεται για τον εαυτό της. Που σημαίνει: σταρ, οπαδοί, σχολιαστές, δημοσιογράφοι, νομίζουν ότι χρησιμοποιούν, ενώ καταναλώνονται απ’ το μέσο.
Βεβαίως υπάρχει και η παράμετρος “αλβανική εθνικότητα”. Πολλοί διστάζουν να τη θίξουν, καθότι ο φόβος φυλάει τα έρμα. Ο ίδιος ωστόσο ο Sin Boy δεν παύει να αναφέρεται στο θέμα του ρατσισμού που έχει βιώσει από παιδί, λόγω της αλβανικής καταγωγής του. Παράπλευρη [;] αποστολή του επομένως, είναι να παρουσιάζει την Ελλάδα ως χώρα όπου κυριαρχεί ο ρατσισμός. Κι αυτός είναι ένας ακόμα λόγος για τον θόρυβο: απο τη μία έχεις κάποιους, όχι πολλούς, “ελληναράδες” να τα χώνουν στον “Αλβαναρά”. Από την άλλη, πολύ περισσότερους, που νιώθουν …πολύ αντιρατσιστές και ανοιχτόμυαλοι, κάθε φορά που δίνουν το thumbs up σ’ ένα ηλίθιο τραγουδάκι του Sin Boy.
Discover more from OANNES
Subscribe to get the latest posts sent to your email.