Θυμάμαι τον κύριο Ξαρχάκο, περίοδος “φαύλου ’89”, να κλείνει προεκλογική ομιλία του Κώστα Μητσοτάκη στο Σύνταγμα διευθύνοντας, “σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης”, τον …Εθνικό Ύμνο. Το κόνσεπτ, προεξαρχουσών των χειρονομιών και των εκφράσεων του μαέστρου, παραήταν γκροτέσκο για να θεωρήσεις ασεβή οποιαδήποτε αντίδραση. Και από που κι ως που άλλωστε; Μέχρι μια εποχή, ουδείς θεωρείτο / θεωρούσε εαυτόν υπεράνω κριτικής, σάτιρας ή και χλευασμού ακόμα.
Θυμάμαι επίσης τον κύριο Ξαρχάκο, φέτος, στο πλαίσιο της διοργανωμένης απ’ το ΚΚΕ [ = με εξασφαλισμένη προσέλευση κοινού] συναυλίας στο Καλλιμάρμαρο να προβαίνει σε δηλώσεις όπως “ποτέ στα πολιτισμικά δρώμενα αυτής της χώρας δεν συνέβη αυτό το γεγονός που συμβαίνει απόψε εδώ. Το ΚΚΕ ξεπέρασε τον χαρακτηρισμό της προόδου και μπήκε στη σφαίρα της υπέρβασης. Μια υπέρβαση, που χρειάζεται κότσια, για να την κάνεις. Και το μόνο κόμμα που έχει κότσια, όχι μόνο να την κάνει, αλλά και να την υλοποιήσει είναι το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας”.
Τα παραπάνω υψώνοντας την αγωνιστική γροθιά του.
Ως προς την απαίτηση για “απόλυτη ησυχία” του κορυφαίου [εν ζωή] συνθέτη της γενιάς του, αίσθησή μου είναι αυτή ενός ανθρώπου άμετρα παραδομένου σε ένα εκτός τόπου self indulging. Το λέω αναλογιζόμενος απ’ τη μια το πακέτο “μυσταγωγίας” στο οποίο αναφερόμαστε [“Ξαρχάκος – Πρωτοψάλτη”] και από την άλλη το πλήθος πχ. των jazz live άλμπουμ, όπου η μουσική συνυπάρχει “χαλαρά” με τους ήχους των ποτηριών και των μαχαιροπίρουνων. Εν πάση περιπτώσει, αυτή είναι η προσωπική μου αίσθηση. Απ’ την άλλη, μπορεί κανείς να καταλάβει την διεκδίκηση εκ μέρους του [καλομαθημένου] καλλιτέχνη μιας ιδανικής συνθήκης λειτουργίας.
Μπορεί όμως να καταλάβει και τη στάση της …influencer. Ή τουλάχιστον θα έπρεπε : ελάχιστοι φαίνονται να διακρίνουν ότι το ατομάκι, “του είδους του” μεν, αλλά με ίχνη χιούμορ & ακατέργαστης ευφυίας, κάνει πλάκα όταν λέει ότι δεν γνώριζε τον Ξαρχάκο. Άσε που και αλήθεια να ήταν στο φινάλε, ούτε πρωτοφανές θα ήταν, ούτε και ακριβώς προς ψόγον : ο Δημιουργός έχει να παρουσιάσει καινούργιο έργο απ’ τον καιρό που η “Σούπερ Κική” δεν είχε συλληφθεί ούτε ως ιδέα.
Αυτά με τα οποία με τίποτα δεν μπορεί κανείς να “ταυτιστεί” είναι τα ξεσαλωμένα ξανά, μαλάκια του Twitter. Που ανακάλυψαν αίφνης τη “βαρειά” κουλτούρα, και την έλλειψη σεβασμού των “απαίδευτων” προς αυτήν.
Και θα είχε πλάκα να ρωτήσει κάποιος τους “πεπαιδευμένους” που αναφέρονται στον “τιτανοτεράστιο” συνθέτη να αναφέρουν …τρία τραγούδια του.
Κάτω : Αναφορά του Zougla.gr σε tweet του Ποσειδώνα Γιαννόπουλου [“παρατράγουδο η ΣΚ, η ανοησία της είναι αηδιαστική”]. Στιχουργού μεταξύ άλλων των επιτυχιών : ‘Κρίμα Που σ’ αγάπησα’, ‘Σάββατο Έκλαψα Για Σένα’, ‘Μυστικό’, ‘Ένοχο Μυστικό’, ‘Όσοι αγαπάνε πονάνε’, ‘Πολύ Καλά Περνάμε’ κ.ά.
(Visited 287 times, 1 visits today)
Discover more from OANNES
Subscribe to get the latest posts sent to your email.
Πράγματι βγάζει γέλιο η πιτσιρίκα. Επειδή πάντως δεν είμαι ειδικός επί τα ενορχηστρικά, θα ήθελα να σε ρωτήσω το εξής: η χρήση μπαγκέτας ή χειρονομιών κατά τη ζωντανή εκτέλεση της μουσικής του Ξαρχάκου ή του Μίκη για παράδειγμα εξυπηρετεί κάποιο πρακτικό σκοπό πέραν της αυτοπροβολής του συνθέτη?
Δίνει τον παλμό στην ορχήστρα – η οποία τρόπον τινά είναι ένα “όργανο” στα …χέρια του μαέστρου. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι για μια πληθώρα στάνταρ έργων ρεπερτορίου, απλών σχετικά, μια ορχήστρα δεν θα μπορούσε να τα αποδώσει μια χαρά και μόνη της. Με πόση προσωπικότητα φυσικά σε σύγκριση με το να τη διεύθυνε ένας Furtwangler να πούμε, είναι άλλο θέμα.
Μιλάω φυσικά για κλασικό ρεπερτόριο ..ελαφρώς διαφορετικών απαιτήσεων από τα έργα των θεόπνευστων Ελλήνων Δημιουργών. Η ερώτησή σου είναι ευστοχώτατη : το θέαμα ενός από αυτούς να διευθύνει δυο μπουζουκάκια, δυο βιολάκια και μια rhythm section [συμπεριλαμβονομένου του πιάνου] ειναι χαρακτηριστικό των μουσικών πραγμάτων στο Ellada. Για να μη μιλήσουμε για τις “μπουλουκηδόν” ενορχηστρώσεις μεγαλύτερων συνόλων και για το πόσο απαραίτητη είναι η παρουσία μαέστρου και σ’ αυτές να πούμε…
Ο Ξαρχάκος πάντως είναι από τους κατ’ εξαίρεσιν αξιόλογους ενορχηστρωτές, όπως ήταν και ο Μαρκόπουλος. Κατά την πτωχή μου άποψη πάντα. Γενικώς τον Ξαρχάκο τον εκτιμώ αρκετά, έχει παραγάγει έργο. Απλώς ισχύει και γι’ αυτόν [σε πολύ μικρότερο βαθμό ευτυχώς] κάτι που είχε πει ο Χατζιδάκις για έναν άλλο της γενιάς τους : “έχει ταλέντο, αλλά η βλακεία του είναι μεγαλύτερη από το ταλέντο του”!
Δεν θα μπορούσαν όμως να βάλουν κάποιον άλλο να κάνει αυτή τη δουλειά? Ο Μότσαρτ ή ο Μπετόβεν ας πούμε γιατί δεν πολυασχολούνταν με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα? Έτσι βέβαια θα έμεναν στο παρασκήνιο από άποψη showbiz. Άσε που μου φαίνεται ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η παράστασή τους είναι over the top, ένα κακό θεατρικό, κάτι σαν τους ποιητές που διαβάζουν τα δικά τους ποιήματα, τη στιγμή που ένας καλός ηθοποιός θα το έκανε χίλιες φορές καλύτερα.
Οι Mozart, Beethoven [όπως και οι περισσότεροι της εποχής τους] ασχολούνταν big time και με διεύθυνση / εκτέλεση των έργων τους. Ο δεύτερος μάλιστα ήταν περιώνυμος για την απίστευτη αυτοσχεδιαστική ικανότητά του στο πιάνο [μπορεί να φανταστεί κανείς τι θα έπαιζε το “ατομάκι” πάνω στην ένταση της στιγμής]. Ως μαέστρος άλλωστε, πρέπει να ήταν item – τύφλα να’ χει ο …Ξαρχάκος. Στα κρεσέντα των συμφωνιών του παραληρούσε κυριολεκτκά, μούγκριζε, έβγαζε άναρθρες κραυγές κοκ.
Για να μη μιλήσουμε για θέματα συμπεριφοράς, σε μουσικούς και όχι μόνο.
Ως προς τους δικούς μας, φυσικά, πάσα σύγκριση μεγεθών είναι απαγορευτική. Κακό θεατρικό it is.
Επειδή το θέμα είναι πολύ ενδιαφέρον θα επανέλθω αύριο, μετά την αποψινή “κοινωνική μου υποχέωση”.
Κι εμένα μου αρέσουν τα τραγούδια του Ξαρχάκου (το Μίκη τον ψιλοβαριέμαι, ίσως γιατί τον έχω συνδέσει με το φεστιβάλ της ΚΝΕ που γίνονταν κάθε χρόνο δίπλα στο σπίτι μου). Ακούγεται περίεργο πάντως να θεωρεί ένα ποπ κατά βάση ταλέντο τη μίμηση της κλασικής ως το αποκορύφωμα της καριέρας του. Είναι λίγο σαν τους ηθοποιούς του κινηματογράφου και της τηλεόρασης που ονειρεύονται να παίξουν Επίδαυρο.
Τα πάντα μίμηση είναι ως γνωστόν, είτε πρόκειται για τραγούδια, είτε για συμφωνίες. Ο κυρ-Ξαρχάκος, αντίθετα με άλλους, έχει κάνει ολοκληρωμένες σπουδές και εις την αλλοδαπήν, με δασκάλους μεταξύ των οποίων ο Μπερνστάιν. Από τεχνικής δηλ. απόψεως [not to mention talent] η περίπτωση του διαφέρει από του τηλε-σταρ που η δημοφιλία του τον κάνει νο θεωρεί ότι είναι “έτοιμος για την Επίδαυρο” [για να μη μιλήσω εδώ για τις εντυπώσεις μου από κατά καιρούς παραστάσεις “αληθινών τραγωδών” στην Επίδαυρο]. Ή από την περίπτωση ενός Πλιάτσικα, ας πούμε, που νομίζει ότι συνοδευόμενος από μια συμφωνική ορχήστρα που παίζει …τα ακόρντα, αποκαλύπτει την “κλασική διάσταση” των τραγουδιών του – αυτή είναι η γελοία φιλοδοξία που υποκρύπτεται πίσω από τα περισσότερα projects “ροκ γκρουπ + ορχήστρα”.
Τώρα ως προς τη σχέση αληθινού ταλέντου και φιλοδοξίας το τοπίο θολώνει. Υπάρχουν άνθρωποι σε αυτοκαταστροφικό βαθμό σεμνοί που είχαν τεράστιο ταλέντο και το αντίθετο. Στο ενδιάμεσο διάφορες παραλλαγές όπως πχ. κάποιου που θεωρεί ότι είναι μετεμψύχωση του Μότσαρτ, χωρίς αυτό να τον εμποδίζει να έχει [όχι βέβαια …μοτσάρτειο αλλά έως και] μεγάλο ταλέντο. Έχω βάσιμους λόγους να πιστεύω ότι ο κυρ-Ξαρχάκος είναι μανιακά έμμονος με το έργο του, όπως και με την τεράστια πολιτιστική σημασία αυτού του έργου. Αυτό αφορά σ’ ένα γενικότερο κλίμα – το ασύδοτο ξεσάλωμα του σταρ σίστεμ απ’ τη μία και τις [ομοειδείς αυτού!] βαρυσήμαντες φλυαρίες περί “πολιτισμού”, “τέχνης”, “πρωτοποριών” και …τον π@ύτσο κλαίγανε, όλα αυτά τις πρώτες δεκαετίες της μεταπολιτευτικής περιόδου, και όχι μόνο στο Ελλάντα.
Αλλά η [πιθανή] απουσία αυτογνωσίας δεν μειώνει την όποια αξία του έργου. Στο κάτω-κάτω αν, κάποιον, η εντύπωση ότι είναι …Mozart level, τον βοηθά να αντλήσει το μάξιμουμ των δυνατοτήτων του, so be it. Δεν εννοώ ότι ο Ξαρχάκος νομίζει ότι είναι ο Mozart. Αλλά από διηγήσεις εμπειριών από πρώτο χέρι έχω την αίσθηση μιας νοσηρής μεγαλομανίας, συνάδουσας άλλωστε με το φοβερό “σσσσστ!” στη φουκαριάρα με τα ποτήρια.
Ως προς τα φεστιβάλ της ΚΝΕ, η παρείσφρηση του έργου του Ξαρχάκου σ’ αυτά πρέπει να θεωρείται εξασφαλισμένη μετά τις τελευταίες εξελίξεις. Ο ίδιος ο Μίκης άλλωστε στα τελευταία του …είχε θυμηθεί το κομμουνιστικό του παρελθόν, συνοδεύοντας το μπουκέτο των αναμνήσεων με μια συμφωνία – ανάθεση στο τιμημένο της ιερής αποστολής για τη διάσωση του έργου του απ’ τη λήθη. Κάτι αντίστοιχο παίζει και με την …αγωνιστικοποίηση του κυρ-Ξαρχάκου στα 84.
Συμφωνώ σε όλα κι επαυξάνω στο βαθμό που μου επιτρέπουν οι γνώσεις μου. Ασχέτως πραγματικού ταλέντου πάντως το σοβαροφανές ύφος του Ξαρχάκου έχει αναμφισβήτητη επιτυχία στις νεαρές γυναίκες. Η τωρινή του γυναίκα είναι σαράντα χρόνια μικρότερη, ενώ η προηγούμενη σχέση του – η Σμαράγδα Καρύδη δηλαδή – εε.. μόνο τριάντα!
Ε καλά ο συνδυασμός είναι “ακαταμάχητος” : νεανικό σφρίγος απ’ τη μια [συγκριτικά με το μέσο συνομίληκο], “σοφία της ηλικίας” απ’ την άλλη, plus ταλέντο, επυτχία, αναγνωρισιμότητα… Τι άλλο να ζητήσει μια …Σμαράγδα Καρύδη απ’ τη ζωή ας πούμε.
Ως προς τη σοβαροφάνεια του ανδρός πάντως ξέρω ιστορίες που προτιμώ να μην αναπαραγάγω, γιατί βασίζονται σε διηγήσεις first hand εμπειριών και θα μπορούσα να εκθέσω τους αφηγητές της υποθέσεως. Ακόμα και ως προς τη …μπαγκέτα του ας πούμε, μια και από εκεί ξεκίνησε η συζήτηση…τέλος πάντων.
Και για να το διατυπώσω λίγο σαφέστερα: την αναγνώρισή τους από το ελληνικό κοινό οι “μεγάλοι μας μουσουργοί” την οφείλουν κατά 95% στα λαϊκά τους τραγούδια. Η “κλασική” τους πλευρά είναι βασικά ένα πάρεργο που ικανοποιεί την προσωπική τους ματαιοδοξία και την εγχώρια κριτική. Αν το έργο τους περιοριζόταν από την αρχή στη “συμφωνική” τους πλευρά, σήμερα δεν θα τους ήξερε κανένας. Αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος που πρακτικά είναι άγνωστοι στο εξωτερικό, αφού εκεί τα λαϊκά μας τραγούδια δεν τους λένε τίποτε απολύτως.
Ως προς την αναγνωρισιμότητα είναι όπως το λες, και μάλιστα όχι κατά 95 αλλά κατά 100%. Και φυσικά, ο average φτωχομπινές του πνεύματος και της τέχνης εν Ελλάδι, αδυνατεί να κάνει το διαχωρισμό ανάμεσα σε μια συμφωνία του Θεοδωράκη και του Σοστακόβιτς.
Η αμετροέπεια άλλωστε στα καθ’ ημάς, ιδίως τη “μεταπολιτευτική” [εμένα μου λες;] περίοδο χτύπησε κόκκινο, συμπαρασύροντας στη γελοιότητά της πανάξιους λαϊκούς τραγουδοποιούς – οργανοπαίκτες, πολλοί εκ των οποίων δεν παρέλειψαν να μεγαλοπιαστούν και οι ίδιοι, υιοθετώντας την ξύλινη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι “διανοουμένοι” αναφερόμενοι σ’ αυτούς. Όπως ο Τσιτσάνης – παρεμπιπτόντως, η πιο ακραία περίπτωση καλλιτέχνη που απ’ τη μία προσκυνάω το ταλέντο του και απ’ την άλλη δεν θα ήθελα με τίποτα να έχω γνωρίσει.
Έχω ακούσει πχ. δαφνοστεφανωμένο “ποιητή”, στα ‘late ’70s να αναφέρεται στις …φούγκες του Ζαμπέτα [!] – ο ίδιος ο Ζ. ήταν πολύ μάγκας για να μασήσει με τέτοιες μαλακίες.
Αλλά ως προς το εξωτερικό το πράμα είναι λίγο πιο περίπλοκο : το με αξιώσεις “λόγιας μουσικής” έργο Ελλήνων συνθετών είναι δύσκολο έως αδύνατο να τύχει ευρείας αναγνώρισης, ακόμα και σούπερ αξιόλογο να είναι, όπως του Σκαλκώτα, ας πούμε. Οι λόγοι είναι αδιευκρίνιστοι αλλά πιστεύω ότι έχουν να κάνουν με μια συνολική απαξίωση της χώρας.
Θυμάμαι τη συζήτησή μου με ένα λίαν αξιόλογο Έλληνα κλασικό και τζαζ σολίστα, με δική του δισκογραφία. Αρχική φιλοδοξία του ήταν μια σειρά αυτοσχεδιαστικών άλμπουμ, στα πρότυπα γνωστών και μη εξαιρετέων αμερικανικής εκπορεύσεως. Δεν έχω λογους να αμφιβάλλω ότι θα μπορούσε να διαπρέπεψει [όχι στο δικό τους επίπεδο ντε και καλά, αλλά who cares]. Ο ξένος εταιριάρχης [πολύ σοβαρής δισκογραφικής] τον προέτρεψε σε πολύ πιο “μαζεμένα” και “χαμηλών τόνων” projects τα οποία και του κυκλοφόρησε. Δεν μπαίνω σε λεπτομέρειες και ονόματα, αναφέρω όμως το συμπέρασμα που είχα βγάλει αναλογιζόμενος τη συζήτηση : στο πολιτιστικό μενού “κάποιων” – τμήμα φυσικά μιας ευρύτερης ατζέντας – ΔΕΝ περιλαμβάνεται το σενάριο ενός Έλληνα Keith Jarret, ας πούμε, John Lennon, ή …Beethoven. Κι ακόμα κι αν εμφανιστεί, ουδεμία περίπτωση υπαρχει να προβληθεί ως τέτοιος. Αυτό το έχω δει σε πλείστες όσες περιπτώσεις, χωρίς να μπορώ να το εξηγήσω με ακρίβεια. Ακόμα και ο …Σγούρος [μιλάμε για τραγικό ταλέντο] που ξεκίνησε με τις πιο ευοίωνες προοπτικές …έμεινε στα μισά του δρόμου. Ο ίδιος ο Καβάκος, με βραβείο Sibelius στα χέρια του “παιδόθεν”, έπρεπε να φτάσει κι εγώ δεν ξέρω πόσοων χρόνων για να ηχογραφήσει σε μεγάλη δισκογραφική – πρόσφατα σχετικά.
Τα παραπάνω μόνο συνωμοσιολογικά δεν είναι.
Οι λόγοι υποθέτω αφορούν αφενός στη μπουρδελίαση του ελληνικού κράτους που ουδέποτε στελεχώθηκε από ανθρώπους ικανούς να διακρίνουν / αναγνωρίσουν αξίες, συν την πατροπαράδοτη ανταγωνιστική μικροψυχία του “Ελληνα”, του γκαλλιτέχνη ιδίως. Αλλά και σε συγκεκριμένα “στερεότυπα” να το πω έτσι, που θέλουν την Ελλάδα στο εξωτερικό χώρα του Ζορμπά και του syrtaki dance ας πούμε. Τι δουλειά έχει να προκύπτει από μια τέτοια χώρα ένας …Σκαλκώτας; [παρεμπιπτόντως, ένας απ’ τους ελάχιστους μαθητές του που εκτιμούσε απεριόριστα ο Σένμπεργκ!]
Συμφωνώ. Δεν υπάρχει ενδιαφέρον στο “εξωτερικό” για την νεότερη ελληνική κουλτούρα παρά μόνο στη “λαογραφική” της μορφή. Αυτό δεν σχετίζεται μόνο με τον τουριστικό προσανατολισμό της Ελλάδας, αλλά και με τη γενικότερη στάση των δυτικών απέναντι στις χώρες της περιφέρειας. Ένα τέτοιο ενδιαφέρον όμως δεν περιλαμβάνει τη λαϊκή μουσική που σε αντίθεση πχ με τη λογοτεχνία ή τη ζωγραφική δεν μπορεί ούτε να μεταφραστεί ούτε να γίνει άμεσα κατανοητή στην ουσία της από αλλοδαπούς. Από την άλλη βέβαια πρέπει να παραδεχτούμε ότι και με “αντικειμενικά” κριτήρια οι νεότεροι έλληνες δεν διακρίθηκαν σε κανένα τομέα πλην της ποιήσεως και της.. ναυσιπλοϊας. Οι ελάχιστοι μάλιστα που διακρίθηκαν, υπήρξαν στον α’ ή β’ θαθμό “έλληνες του εξωτερικού”, ξένοι δηλαδή ελληνικής καταγωγής. Έλληνας Μπετόβεν ή Αϊνστάιν ποτέ δεν υπήρξε, αλλά και να υπήρχε, αποκλείεται να είχε γίνει διάσημος ως ιθαγενής. Σήμερα παρεμπιπτόντως η εμφάνιση τέτοιων ταλέντων αποκλείεται αυστηρά και στις χώρες της Δύσης.
Συμφωνώ σε όλα, με την εξαίρεση ότι και στο χώρο της μουσικής μια χαρά διακρίθηκαν οι καημένοι οι Έλληνες. Πολλοί και διάφοροι, ρεμπέτες και ου μόνον, είναι το ίδιο και πιο αξιόλογοι από αντίστοιχους δαφνοστεφανωμένους ξένους – περιπτώσεις τύπου Τσιτσάνη ας πούμε, αλλά και Τούντα, Σκαρβέλη etc δεν έχω αντιληφθεί πολλές εκτός Ελλάδος. Το αυτό και για πιο σύγχρονους, μεταξύ των οποίων άλλωστε …ο Ξαρχάκος.
Δεν διαφωνώ, γιαυτό εξάλλου έβαλα το “αντικειμενικά” σε εισαγωγικά. Προσωπικά μάλιστα θα προσέθετα και άλλους τομείς. Απλώς είναι δύσκολο έως αδύνατο από την ίδια τη φύση της λαϊκής μουσικής να κάνεις ένα ξένο να εκτιμήσει την αξία πχ του Τσιτσάνη. Ένα χαρακτηριστικό της “λαϊκής μουσικής” ως γενικής κατηγορίας είναι ότι αποτελείται από μουσικές που αλληλοαποκλείονται μεταξύ τους. Κάτι σαν ιδιωτικές γλώσσες με υποκείμενα λαούς. Το γιατί το μπλουζ δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία, είναι μια συζήτηση τελείως διαφορετική.
Καλά, η διάδοση, ο τρόπος χειρισμού του μπλουζ είναι σε μέγιστο βαθμό, από μια εποχή και μετά, κοινωνιολογικής σημασίας φαινόμενο. Υπήρξε το πολιτιστικό πατρόν για την κατασκευή του λευκού ροκ “παρία”, και την μέσω αυτής εξουδετέρωσή του ως πολιτικής οντότητας. Κάτι, τολμώ να πω, αντίστοιχο των πειραμάτων του MK-Ultra, αλλά σε ένα format μαζικό, πιο αργά και πιο ύπουλα διαβρωτικό.
Είμαι ο Ποσειδώνας Γιαννόπουλος και μπορώ να σας πω όχι 3, αλλά 13 και 103 μεγάλα τραγούδια, συνθέσεις αλλά και έργα με εκπληκτικές ενορχηστρώσεις του Σταύρου Ξαρχάκου (εννοείται, χωρίς να γκουκγκλάρω πρώτα). Για τον απλούστατο λόγο ότι εκτός όλων των άλλων που έχω κάνει (πχ ένας κάκιστος στιχουργός όπως αφήνετε να εννοηθεί) είμαι ένας από τους παλαιότερους ραδιοφωνικούς παραγωγούς από το 1988 μέχρι και σήμερα. Κι όταν λέμε 1988 μιλάμε για την γέννηση της ιδωτικής ραδιοφωνίας, εποχές που αν δεν ήξερες 5 βασικά πράγματα περί ιστορίας Ελληνικού τραγουδιού και παγκόσμιας μουσικής σκηνής και δισκογραφίας, δεν σου επιτρεπόταν ούτε να μπεις σε ραδιοφωνικό στούντιο, πόσο μάλλον να κάνεις εκπομπή με ΔΙΚΕΣ σου μουσικές επιλογές και άνευ playlist. Προσπαθήστε λοιπόν να είστε αντικειμενικός και να μην επιλέγετε να ξεφτιλίζετε ανθρώπους και να μηδενίζετε την πολύπλευρη πορεία τους, μόνο και μόνο λόγω των πολιτικών τους πιστεύω που προφανώς δεν εγκρίνετε…
Πρέπει να σας πω ότι ούτε γνωρίζω τα πολιτικά σας πιστεύω, ούτε με αφορούν καθόλου. Δεν μπαίνω καν στον κόπο αυτή τη στιγμή να τα ψάξω.
Ομολογώ ακόμη, σαν άλλη “Σούπερ Κική”, ότι δεν έχω παρακολουθήσει την πορεία σας στο ελληνικό ραδιόφωνο, κρατώντας συνολικά απόσταση απ΄ αυτό, και από το είδος των καλλιτεχνών που προώθησε δεκαετίες τώρα. “Ποιοτικών” τε και “εμπορικών”. Το ότι μπορεί εξ αυτού να έχω χάσει κάποιες φαεινές εξαιρέσεις, μεταξύ των οποίων και εσάς, αποτελεί εννοείται πιθανότητα.
Ούτε προσπάθησα, ούτε …κατάφερα νομίζω να σας εξευτελίσω. Αναφέρθηκα στα οχλο-μαλάκια του διαδικτύου, τα περισσότερα απ’ τα οποία θεωρώ ότι δεν έχουν ιδέα απ’ το έργο κανενός Ξαρχάκου. Ούτε υπονόνησα ότι είσαστε κάκιστος στιχουργός. Δεν έχω ασχοληθεί λεπτομερώς με το έργο σας, καθότι, ξανά, δε με αφορά ο χώρος στον οποίο κινείστε.
Ανέφερα απλώς κάποιους τίτλους τραγουδιών που, κατά την άποψη μου πάντα, απάδουν του επιπέδου του έργου το οποίο εκθειάζετε, στηλιτεύοντας την άγνοια επ’ αυτού μιας τυπικής εκπροσώπου του “είδους της”.
Ευχαριστώ για το σχόλιό σας.
Με ταυτίσατε εμμέσως πλην σαφώς με τα “μαλάκια” γι αυτό και μπήκα στην διαδικασία να σας απαντήσω. Μιας και δεν γνωρίζετε τίποτα από την 35χρονη καριέρα μου στα ΜΜΕ (κατά τα οποία έχω προωθήσει όλων των ειδών τους καλλιτέχνες και κυρίως φρόντιζα πάντα να “περνάω” τους διαχρονικούς στις νεότερες γενιές), μπορώ να σας δώσω απλά μία εικόνα μέσω περίπου 100 παλαιότερων ραδιοφωνικών μου εκπομπών που μετέτρεψα σε σύγχρονα αρχεία και τα έβαλα στο κανάλι μου στο youtube την εποχή των καραντινών μέχρι και σήμερα. Προφανώς για να έχω συνομιλήσει με όλους αυτούς τους καλλιτέχνες, ξέρω και με το παραπάνω ποιος είναι και ποιο το έργο του Ξαρχάκου. Στον οποίο μάλιστα είχα κάνει και ένα δίωρο ραδιοφωνικό αφιέρωμα στις αρχές των 00’s αλλά δυστυχώς δεν βρήκα την κασέτα στο αρχείο μου για να την ανεβάσω και αυτήν. https://www.youtube.com/channel/UCntGuGn7_Gbtw5_K2rNajoA
Το ότι δεν έχω παρακολουθήσει τη ραδιοφωνική σας καριέρα [όπως ξαναείπα, δεν υπήρξα ποτέ φαν του ελληνικού ραδιοφώνου] δεν σημαίνει ότι δεν είχα γνώση της παρουσίας σας. Δεν μένω σε κάποιο Κωσταλέξι. Επομένως το να θεωρήσω ότι δεν γνωρίζετε 3 τραγούδια του ΣΞ θα ήταν τουλάχιστον κωμικό εκ μέρους μου.
Με τα “μαλάκια” μόνος ταυτισθήκατε, δυστυχώς, συμμετέχοντας επώνυμα στις λιντσαριστικές τους εκδηλώσεις.
Ευχαριστώ για τα link.