
Δια να μη λησμονώμεθα : το συγκεκριμένο πολιτικό πλανγκτόν / ακροδεξιό απόνερο της Κουλοκρατίας, χρησιμοποποιούσε την ίδια και χειρότερη “διαλεκτική” προσέγγιση στους “αρνητές των εμοβλίων”.
(Visited 113 times, 1 visits today)
Discover more from OANNES
Subscribe to get the latest posts sent to your email.
Η εξ αποστάσεως επικοινωνία των social media έχει ενισχύσει την τάση να βλέπουμε τον πολιτικό μας αντίπαλο ως ένα κατώτερο είδος ανθρώπου. Αλλά οι άνθρωποι δεν είναι πάντοτε αυτό που φανταζόμαστε. Τα τελευταία χρόνια έχει τύχει να γνωρίσω από κοντά – δεν ξέρω βέβαια κατά πόσον είναι αντιπροσωπευτικά δείγματα, δεδομένου ότι αποφεύγω συστηματικά τις καινούριες γνωριμίες – δυο εκπροσώπους της θρησκόληπτης πλευράς. Ο ένας είναι ειδικός της πληροφορικής και η άλλη γιατρός παθολόγος. Πρόκειται για δύο εξαιρετικά έξυπνους, ευγενικούς, ανιδιοτελείς και ακέραιους ανθρώπους. Η δεύτερη μάλιστα είναι και πολύ μορφωμένη με την παραδοσιακή έννοια. Δεν έχω πλέον επαφή μαζί τους, αλλά ήταν από τους ελάχιστους ανθρώπους, με τους οποίους μπορούσα να μιλήσω ανοιχτά χωρίς να φοβάμαι ότι θα με παρεξηγήσουν.
Παρά τη συγκατάβαση επίσης με την οποία τους αντιμετώπιζαν συχνά οι συνάδελφοί τους, δεν εμφορούνταν (εμφανώς τουλάχιστον) από αισθήματα μίσους απέναντί τους ή τέλος πάντων τα κρατούσαν για τον εαυτό τους. Βασικά ήταν σαν μεγάλα παιδιά. Ίσως πάλι να ήταν υπερβολικά σίγουροι για την πίστη τους και αντιμετώπιζαν από τη δική τους πλευρά τούς λοιδορούντες με ακόμα μεγαλύτερη συγκατάβαση.
Καταλαβαίνω, συμφωνώ και επαυξάνω, εννοείται. Με μια επιφύλαξη ως προς το θέμα του μίσους και της συγκατάβασης. Η τελευταία δε χωράει παντού, σε περιστάσεις όπως η παρούσα. Το μίσος είναι μονόδρομος για ανθρώπους που βλάπτουν, όχι από άγνοια, “τυφλό φανατισμό” ή βλακεία όπως αποδεικνύεται, αλλά για τους στάνταρ λόγους : money & control. Η λύση, αν υπάρχει, είναι να στρέφει κανείς το μίσος προς αυτούς (ακόμα και το να τους σκέφτεται συνειδητά με μίσος μια μάζα ανθρώπων – ένα είδος ομαδικής αντι-προσευχής – θα μπορούσε να τους βλάψει) και να κάνει ό,τι περνάει απ’ το χέρι του εναντίον τους. Αυτό δεν αφορά βεβαίως το κάθε μαλάκιο που γράφει παπαριές στα σόσιαλ για να περνάει η ώρα όπως ο “πολιτικός ανήρ” της υποθέσεως.
Η εξ αποστάσεως “επικοινωνία” αναδεικνύει την επιθετικότητα, τη θρασυδειλία και γενικώς όλα τα αρνητικά του “χρήστη”. Το 99% των φράσεων που γράφονται σ’ αυτό το ψηφιακό μπουρδέλο, απλώς δε θα προφέρονταν στη δια ζώσης επικοινωνία – αν όχι τίποτα άλλο γιατί θα έπεφτε μπουνίδι. Και αυτό έχει επιφέρει την οριστική εκμηδένιση του ό,τι είχε απομείνει από τους πάλαι ποτέ κανόνες …”αστικής ευγένειας”.
Σειρά μου να εκφράσω κι εγώ επιφυλάξεις ως προς το κατά πόσον οι κατάρες του κόσμου πιάνουν στους big money & mass control types. Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό τους είναι ότι κανένας τους δεν έχει μετανιώσει για το κακό που έκανε στους άλλους. Ποτέ δεν θα δεις πολιτικό για παράδειγμα να τα βροντάει επειδή δεν αντέχει άλλο τη βρώμα του χώρου. Μπορεί να το κάνει επειδή απέτυχε, ποτέ όμως για λόγους “συνείδησης”. Σπανιότατα επίσης αρρωσταίνουν για οποιονδήποτε λόγο. Οι λεφτάδες ακολουθούν σε απόσταση αναπνοής. There in no return from the dark side.
Για τους λεφτάδες πάντως το συζητάω κατά πόσον είναι όλοι τους αδίστακτοι, δεδομένου ότι πολλοί εξ αυτών έγιναν πλούσιοι από τύχη. Κάτι που δεν ισχύει στο χώρο της πολιτικής, όπου ευδοκιμεί ένα πολύ συγκεκριμένο είδος ανθρώπου.
Ως προς το κατά πόσον πιάνουν οι κατάρες του κόσμου : κατ’ αρχήν, there’s no such thing as “κατάρες του κόσμου”. Τουλάχιστον εν είδει συντονισμένης “εναλλακτικής” δράσης όπως την εννοώ. Με μια εμμονή / περιοδικότητα στο στιλ του …Κάτωνα του Τιμητή ας πούμε. 😊
Εννοείται επίσης ότι πρέπει να προφυλάξει κανείς τον εαυτό του από ένα γενικό και αόριστο (…μπολσεβίκικο) μίσος για τους πλούσιους. Αλλά και το ότι για κάποιους από αυτούς ο χαρακτηρισμός του αδίστακτου αποτελεί έπαινο, δεν το συζητάω.
Όντως δεν υπάρχει επιστροφή από το Dark Side. Εξ ου και δεν μπορεί να υπάρξει ανοχή ή συγχώρεση. Απλώς ο ταλαίπωρος “πολίτης” μάχεται στα στενά …όχι των Θερμοπυλών, αλλά της ζωούλας του κατ’ αποκλειστικότητα (εννοείται ότι βάζω σ’ αυτό και τον εαυτό μου). Γιατί έτσι έχει διδαχτεί, και εκπαιδεύεται δια βίου να κάνει.