Το ότι η ερώτηση “να καταργηθεί η αργία της 17 Ν;” εισχώρησε στο μενού των τηλεοπτικών πάνελ, μεγιστοποιεί την πιθανότητα η Σώτη Τριανταφύλλου να κάνει τέτοιου είδους δηλώσεις εκπροσωπώντας, όχι “έτσι απλά” τον εαυτό της. Αφετέρου, η πρόταση πάσχει από πλευράς πειστικότητας: ουδέποτε καθιερώθηκε αργία για την επέτειο Γρηγορόπουλου. Αυτό δεν εμποδίζει τα μπαχαλοειδή να αλωνίζουν την Αθήνα τη συγκεκριμένη μέρα. Για να συνεννοούμεθα: άνθρωπος που να θεωρεί πιο αντιαισθητικό το τελετουργικό του Πολυτεχνείου από μένα, δύσκολα θα βρεθεί [για να μη μιλήσουμε για την “κεφάλα του Σβορώνου”]. Αλλά το να συνδέεται ο εορτασμός με τη δράση των “αντιεξουσιαστών” – χούλιγκαν και του υποκόσμου που ευδοκιμεί γύρω τους, είναι …έντεχνα τραβηγμένο.
Η συνέντευξη της ΣΤ αποτελεί αν όχι τίποτα άλλο μια απόπειρα νηφάλιας προσέγγισης θεμάτων τα οποία από καταβολής μεταπολίτευσης αποτελούν πεδίο άσκησης του πιο χυδαίου virtue-signaling. Κυρίως από μια Αριστερά η οποία κατά τη συνήθειά της εκμεταλλεύεται τους λαϊκούς αγώνες με τρόπο που έχει διδαχτεί από τους ταξικούς εχθρούς: ως μονοπώλιο. Αλλά και από ένα διαχρονικό εσμό “καλλιτεχνών” και “ανθρώπων του πνεύματος” που έκαναν καριέρα κολακεύοντας τα “αντιφασιστικά” αντανακλαστικά ενός αφασικού πλήθους.
Ταυτόχρονα, όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, η συνέντευξη λειτουργεί σαν εργαλείο καταγραφής διαφόρων τάσεων: από τους αναμενόμενους οχετούς “αριστερής” λάσπης, μέχρι εκείνους που μιλούν για τερματισμό του εορτασμού της επετείου ως …αντιδιχαστική κίνηση, και βέβαια τους νοσταλγούς της Χούντας. Μια συζήτηση γύρω από θέματα όπως: ποιου κλίματος διάδοχη κατάσταση ήταν η Χούντα, ποιες ήταν οι αντίρροπες δυνάμεις στους κόλπους της [δεν ήταν κάτι ενιαίο, όπως έβγαινε προς τα έξω] από ποια στάδια πέρασε, σε ποια φάση εκδηλώθηκε το Πολυτεχνείο, και ποιό ήταν το άμεσο αποτέλεσμά του [η αντικατάσταση της Χούντας από μια στυγνότερη, που οδήγησε στην τραγωδία της Κύπρου] εκκρεμεί δεκαετίες τώρα, μια και το “επείγον” για κάποιους είναι η εξαργύρωση της θυσίας, δηλ. το να λέγονται οι “κατάλληλες κουβέντες την στιγμή που πρέπει”.
Κατά τ’ άλλα, η τοποθέτηση της ΣΤ:
η αριστερά εγκατέλειψε την εργατική τάξη και στράφηκε στο λούμπεν προλεταριάτο παραμελώντας την παιδεία και τους κανόνες της ευπρέπειας, μετατρέποντας σε «βρισιά» τη λέξη νοικοκυραίοι…
είναι το high light της συνέντευξης, άσχετα αν χρειάζεται συζήτηση περι το προέκυψε όλο αυτό, και από που άντλησε παραστάσεις. Συμφωνεί κανείς επίσης με φράσεις όπως:
το μάτι του νόμου πρέπει να φτάσει στα στέκια των αναρχοπατέρων, των επιλεγόμενων αλληλέγγυων και των μικρο- και μεγαλο-εγκληματιών που βρίσκουν καταφύγιο στα Εξάρχεια…
Ή:
Μέχρι προσφάτως, τα περισσότερα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας πίστευαν ότι τα αποτελέσματα της γκετοποίησης ανατρέπονται με μεθόδους επιβολής της τάξης. Αλλά νομίζω ότι έχουν καταλάβει πια ότι πρόκειται για πολυπαραγοντικό ζήτημα, στο οποίο παίζει κεντρικό ρόλο το πολεοδομικό σχήμα και η συναίνεση (μερική αλλά όχι ευκαταφρόνητη) των κατοίκων στις προβληματικές περιοχές.
Και χειροκροτάει την παρακάτω:
όταν απευθύνεσαι στο λούμπεν προλεταριάτο δεν μπορείς να επιδιώκεις την αριστεία. Η λογική είναι περίπου η εξής: στο καπιταλιστικό σύστημα επιτρέπεται ή ακόμα και επιβάλλεται η ανομία· όταν όμως έρθει ο σοσιαλισμός, αλίμονό μας ― αν δεν είμαστε νομοταγείς, θα μας φάει το μαύρο φίδι. Μπορεί να γίνουν και μερικές εκτελέσεις. Για τον καλό σκοπό, για τη σοσιαλιστική νομιμότητα. Και για τη δικτατορία του λούμπεν προλεταριάτου.
Παρατηρεί βεβαίως κανείς ότι το δίπολο “ομορφιά – ασχήμια”, ανακυκλώνεται στη διάρκεια του κειμένου, με την δεύτερη να αποτελεί “φυσικό περιβάλλον” των περιθωριακών που λυμαίνονται την πλατεία και τους γύρω χώρους. Άποψη που δεν μπορεί παρά να υποδηλώνει ως ζητούμενο μια εύτακτη, ασθητικού τύπου συναίνεση σε μια γραμμή άνωθεν περασμένη, η οποία [γραμμή] εκ προοιμίου ακυρώνει τη θεμελιώδη κριτική ως “ασχήμια”, περιοριζόμενη να ανέχεται παραφυάδες της δικής της ιδεολογίας / αισθητικής. Αυτή δεν μπορεί παρά να είναι η “ομορφιά”, όπως την εννοεί η Σ. Τριανταφύλλου, όταν μιλάει για το αστικό τοπίο.
Όμως το πράγμα δεν μπορεί να λειτουργήσει αλλιώς. Ένα είδος ολοκληρωτισμού [αισθητικού και όχι μόνο, με δημοκρατικό μανδύα ή όχι] είναι μονόδρομος, όταν μιλάμε για δομές που διευθετούν τη ζωή και την κίνηση ενός χαοτικού πλήθους.
Το θέμα επομένως μετατοπίζεται στο αν κάποιος επιλέγει να εξαρτήσει την ατομική / οικογενειακή ευημερία του από την ενσωμάτωση στον αστικό ιστό, όπως διαμορφώνεται με τη “βοήθεια” [=κυριαρχία] της “νέας τεχνολογίας”. Κι ένας δημόσιος διάλογος γύρω απ’ τις σκοτεινές πτυχές αυτής της τελευταίας, αποτελεί την όντως προτεραιότητα…
Discover more from OANNES
Subscribe to get the latest posts sent to your email.