Υπάρχει η εύκολη λύση. Να ξεπετάξεις το θέμα, αναμασώντας τα κλισέ που αποτελούν, ανακυκλούμενα, τη «ροκ μυθολογία» των τελευταίων 40 χρόνων. Παρεμπιπτόντως, το βρετανικό punk rock έκλεισε χτες επίσημα τα 42 [οι Sex Pistols είχαν διαλέξει την ημέρα της εθνικής μας επετείου (28/10/77) για να κυκλοφορήσουν το άλμπουμ τους] κι αυτή είναι η επέτειος στην οποία αναφερόμαστε.
Το punk ήρθε, στα 1976, να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά, να φέρει πίσω τη νεανικότητα και την επαναστατική ορμή του rock, ιδιότητες που έτειναν να εξαφανιστούν μέσα στα σχοινοτενή σόλο και τις υπερβολικά «εγκεφαλικές» αναζητήσεις στις οποίες παρασύρονταν οι ήρωες των early-middle ’70s, χάνοντας επαφή με τις λαϊκές ρίζες.
Αυτή είναι, σε δυο γραμμές, η επίσημη εκδοχή της ιστορίας.
Ένας στοιχειώδης σεβασμός στη μουσική που έπαιξαν ιστορικά σχήματα, όπως οι Damned, οι Pistols, οι Buzzcocks, οι Clash, θα επέβαλε να είμαστε λίγο υποψιασμένοι με τις επίσημες αφηγήσεις.
Στο κάτω – κάτω, πρώτοι και καλύτεροι, ο Johnny Rotten – Lydon, τραγουδιστής των Pistols, αλλά και ο μάνατζέρ τους Malcolm McLaren έσπευδαν, ήδη εν τη γενέσει του “πνεύματος”, να το απομυθοποιήσουν. Το σύνθημα που έδινε τον τόνο στο artwork του δεύτερου και τελευταίου τους άλμπουμ, κυκλοφορημένου μετά τη διάλυση του γκρουπ, ήταν το «Cash From Chaos» (Λεφτά απ’ το Χάος). Αποτελούσε, τρόπον τινά, συνέχεια του τίτλου του: «The Great Rock ‘n’ Roll Swindle» (Η Μεγάλη Rock ‘n’ Roll Απάτη, ή, αν προτιμάτε… Η Μεγάλη Απάτη Του Rock ‘n’ Roll)
H θρυλική εμφάνιση των Pistols στο show του Bill Grundy και οι βωμολοχίες που εκτόξευσαν τη δημοτικότητά τους…
Βεβαίως το punk είχε ξεκινήσει στην Αμερική στα τέλη των ’60s, από ανθρώπους όπως ο Iggy και οι Stooges. Η ακατέργαστη ενέργεια που τίναζε στν αέρα τα ηχεία ήταν στοιχείο μιας τραγουδοποιίας ρωμαλέας και πρωτότυπης. Τόσο αυτή, όσο και ο δηκτικός κοινωνικός σχολιασμός (έπαιρνε πολιτική χροιά σε περιπτώσεις όπως οι MC5) ήταν πράγματα που οι μεταπράτες της pop δεν θα μπορούσαν να αγνοήσουν. Ήταν εκείνοι που θα αναλάμβαναν να στιλιζάρουν το punk, αδειάζοντάς το από το υπαρξιακό του περιεχόμενο, αφήνοντας τα εξωτερικά, ευπώλητα στοιχεία.
Ήταν ο Malcolm McLaren που από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 διέβλεπε την “κοινωνική ανάγκη” για ένα νέο είδος ανατρεπτικού τραγουδιού διαμαρτυρίας. Λίγο αργότερα θα εκπονούσε το project “Sex Pistols”, με τη βοήθεια της φίλης του, σχεδιάστριας μόδας Vivienne Westwood. Το ότι το συγκρότημα έπαιξε συγκλονιστική μουσική, το ότι το άλμπουμ τους, όπως και άλλα της εποχής βαφτίστηκαν δικαίως κλασικά, είναι άσχετο με το θέμα μας.
Τα σλόγκαν που μετήλθαν οι επινοητές του punk κινήματος αποτελούσαν παραλλαγές του τετριμμένου, καταναλωτικού κλισέ: “ΤΟ ΝΕΟ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΠΑΛΙΟ”.
«Το rock είναι μουσική για νέους… Ένα σωρό νέοι άνθρωποι αισθάνονται εξαπατημένοι. Αισθάνονται ότι η μουσική έχει ξεφύγει από τα χέρια τους, απευθυνόμενη σε 25ρηδες και πάνω» δήλωνε ο… 30χρονος McLaren, στο «NME» το 1976.
“Μουσικοδιανοούμενοι” της εποχής αναλάμβαναν να ενημερώσουν ότι προ punk δεν υπήρχε απολύτως τίποτα, ότι στις συναυλίες, ιδίως εκείνες των progressive γκρουπ, ο κόσμος… χασμουριόταν. Επρόκειτο για μια τεράστια, οργουελικών προδιαγραφών απάτη: την ίδια στιγμή που “βαρετά” progressive γκρουπ, όπως οι Crimson, οι Genesis, οι Jethro Tull, γέμιζαν στάδια (ο ενθουσιασμός των φαν είναι αποτυπωμένος στα live άλμπουμ της εποχής) οι “αυθεντικοί”, “σε “επαφή με τον λαό” punk ήρωες έπαιζαν μπροστά στους 100 θαμώνες του 101 Club…
Ο αυτοσχεδιασμός θα απορρίπτονταν συλλήβδην ως “επίδειξη” από το νέο καθεστώς. Κι ούτε συζήτηση για περιπέτειες πέρα από τη φόρμουλα του κουπλέ-ρεφρέν, την επιστροφή στην οποία ακριβώς ήρθε το punk για να σαλπίσει.
Όμως, γιατί άραγε δεν ήταν “επίδειξη” οι γκριμάτσες, τα φτυσίματα, τα σκισμένα ρούχα και τα σαρκαστικά βλέμματα των punks; Και γιατί η μουσική έπρεπε να είναι “όλο και γρηγορότερη, σκληρότερη, δυνατότερη”; Γιατί είναι, τελικά, απλό: μια μουσική λεπτοφυής, όπως των progressive γκρουπ, μια μουσική που σε βάζει να ονειρευτείς / σκεφτείς για τη ζωή σου δεν έχει θέση σε έναν κόσμο όπου τα πάντα αποτιμώνται σαν αθλητικές, βλέπε: επιχειρηματικές επιδόσεις.
Στο πλαίσιο της νέας κατάστασης πραγμάτων, η αυθεντικότητα, η αδρεναλίνη και η ενέργεια αναγορεύονται σε απόλυτα αισθητικά κριτήρια. Η αίσθηση της κοινότητας εξαφανίζεται, σύνθημα γίνεται ξανά το «πόλεμος όλων εναντίον όλων» .
«Θέλω να καταστρέψω τους περαστικούς» τραγουδάει στο «Anarchy In The UK» ο Johnny…
«Δεν υπάρχει κοινωνία. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι» συμπλήρωνε, λίγο αργότερα, η …Margaret Thatcher.
Τον Δεκέμβριο του 1976, σε μια σελίδα του punk fanzine “Sideburns” εμφανίστηκε μια εικονογραφημένη μπροσούρα: “Αυτή εδώ είναι μια συγχορδία. Αυτή είναι μια άλλη. Να και μια τρίτη. Και τώρα…, φτιάξτε ένα συγκρότημα!”
Εδώ βρίσκεται η θεωρητική βάση του κινήματος: καθένας, οσοδήποτε αδαής ή και ατάλαντος, έχει δικαίωμα να παίξει τη δική του μουσική.
Ακούγεται λογικό. Γιατί όμως πρέπει να γίνει… διάσημος γι’ αυτήν;
Ή, αλλιώς: τι ξεχωρίζει τον δημιουργό – ερμηνευτή από τον χειροκροτητή – οπαδό του; Πρέπει να υπάρχει κάποια διαφορά μεταξύ τους;
42 χρόνια από την έκρηξη του punk, το έργο έχει ολοκληρωθεί: ζωή και σκηνή είναι αξεχώριστες, υπό την κατ-αιγίδα των reality και των social media. Η καλλιτεχνική αξία αποτιμάται αυστηρά σε αριθμούς, ενώ η λέξη “αισθητική” ανήκει στο ίδιο ανέκδοτο με τον “κοινωνικό ιστό” και τα “κοινώς αποδεκτά κριτήρια”.
Σ’ αυτή την κουλτούρα της αυτοπροβολής, όπου οι πάντες είναι a priori σταρ, καθένας έχει δικαίωμα στη φήμη και στο χρήμα, διεκδικώντας τα με κάθε νόμιμο μέσο. Ποζάροντας, φερ’ ειπείν, ως καλλιτέχνης.
Καθένας έχει δικαίωμα να πουλήσει ό,τι μπορεί να πουληθεί.
Αυτή δεν είναι η ουσία του καπιταλιστικού συστήματος;
Σε τι ακριβώς διαφέρει απ’ αυτήν η “φιλοσοφία” του punk;
Discover more from OANNES
Subscribe to get the latest posts sent to your email.