“Μια από τις βασικές διαφορές που ο κινηματογραφικός κόσμος έχει από τον αληθινό, είναι ότι ο πρώτος περιέχει αδιάκοπα μουσική. Τον εμπλουτίζει, τον σχολιάζει, κάποτε τον διορθώνει ή τον διευθύνει και, εν πάση περιπτώσει, του διαρθρώνει τη διάρκεια”. [Etienne Sourieau]. Επτά δεκαετίες από τότε που γράφτηκε η φράση, μπορούμε να δούμε τη “μουσική” να ρυθμίζει κάθε σχεδόν εκδήλωση της καθημερινότητας, με τον ίδιο τρόπο που ένα soundtrack δίνει ρυθμό στην κινηματογραφική δράση… Και φυσικά, τα αγαπημένα μας κομμάτια περιγράφονται σαν «soundtrack της ζωής μας».
Ξεκινώντας με τους πιανίστες του βωβού [η λειτουργία τους, οσοδήποτε χαλαρή, δεν έπαυε να υπαγορεύεται από τη σκηνική δράση] και φτάνοντας στο καρέ-καρέ συντεθειμένο soundtrack έχουμε μια μουσική τέχνη “αποδεσμευμένη” από την αυστηρότητα των μουσικών συνειρμών και υπαγορευμένη από τους ρυθμούς μιας κατ’ επίφαση ζωής [μιας απομίμησης], η οποία επεμβαίνει σ’ αυτήν, διαπαιδαγωγώντας και …χειραγωγώντας. Βεβαίως η αποδέσμευση από τους αυστηρά μουσικούς συνειρμούς υπήρξε σήμα κατατεθέν μιας φιλολογικών ανησυχιών μουσικής πρωτοπορίας από τον 19ο αιώνα. Η “προγραμματική μουσική”, με επιφανέστερους εκπρόσωπους τους Liszt, Berlioz, συγκέντρωνε τα πυρά θωρητικών της εποχής, όπως ο φίλος του Johannes Brahms, Eduard Hanslick.
Ένα αιώνα αργότερα, άνθρωποι όπως ο Μπουνιουέλ ή ο Ρενέ Κλερ στιγμάτιζαν την κινηματογραφική μουσική σαν “παράσιτο στοιχείο”, που δίνει αξία σε σκηνές που διαφορετικά θα στερούντο ενδιαφέροντος. Οι περιπτώσεις βέβαια όπου μουσική και εικόνα συνεργάζονται με καλλιτεχνικό αποτέλεσμα είναι δεδομένες και αναρίθμητες στην κινηματογραφική ιστορία. Είναι εν τούτοις σ’ αυτές, τις “τέλειες ενώσεις”, όπου γίνεται πιο φανερό: η μουσική μπορεί να σταθεί αυτόνομη, άριστα λειτουργική και εκτός ταινίας. Αντίθετα, χωρίς τη μουσική που γράφτηκε γι’ αυτήν, και άσχετα από την όποια εικαστική, σεναριακή κλπ., αρτιότητα, δύσκολα μια σκηνή θα είχε την ίδια ένταση.
Discover more from OANNES
Subscribe to get the latest posts sent to your email.